παλινδρομώ: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
(30)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ παλινδρομῶ, -έω) [[παλίνδρομος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]] ή κινούμαι [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[πίσω]], κινούμαι [[εναλλάξ]] [[προς]] μία και [[προς]] την αντίθετη [[φορά]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] ή [[στάση]], [[είμαι]] [[άστατος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ακόντιο]] που ρίχνεται [[κατά]] της ασπίδας) τινάζομαι [[πίσω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πέφτω]] [[πάλι]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[επαναπίπτω]] («παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς Καρχηδονίων ἐλπίδας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] («παλινδρομεῑν ἐς [[ταὐτά]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] («τῶν δὲ πλοίων... τὰ μέν... διεφθάρη, τὰ δ' ἐπαλινδρόμησεν εἰς τὴν Γάζαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[απόστημα]]) [[υποχωρώ]] [[χωρίς]] να ωριμάσω, [[κατακάθομαι]]<br /><b>4.</b> [[υποτροπιάζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «παλινδρομῶν [[σφυγμός]]» — [[περιοδικός]] [[σφυγμός]]<br />β) «[[βλασφημία]] παλινδρομοῡσα» — ύβρη που επανέρχεται σε αυτόν που την εκστομίζει.
|mltxt=(ΑΜ παλινδρομῶ, -έω) [[παλίνδρομος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρέχω]] ή κινούμαι [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[πίσω]], κινούμαι [[εναλλάξ]] [[προς]] μία και [[προς]] την αντίθετη [[φορά]]<br /><b>2.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] ή [[στάση]], [[είμαι]] [[άστατος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[ακόντιο]] που ρίχνεται [[κατά]] της ασπίδας) τινάζομαι [[πίσω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[πέφτω]] [[πάλι]] [[πάνω]] σε κάποιον, [[επαναπίπτω]] («παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς Καρχηδονίων ἐλπίδας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]] («παλινδρομεῖν ἐς [[ταὐτά]]», Αρετ.)<br /><b>2.</b> [[επαναφέρω]] («τῶν δὲ πλοίων... τὰ μέν... διεφθάρη, τὰ δ' ἐπαλινδρόμησεν εἰς τὴν Γάζαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[απόστημα]]) [[υποχωρώ]] [[χωρίς]] να ωριμάσω, [[κατακάθομαι]]<br /><b>4.</b> [[υποτροπιάζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «παλινδρομῶν [[σφυγμός]]» — [[περιοδικός]] [[σφυγμός]]<br />β) «[[βλασφημία]] παλινδρομοῡσα» — ύβρη που επανέρχεται σε αυτόν που την εκστομίζει.
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ παλινδρομῶ, -έω) παλίνδρομος
νεοελλ.
1. τρέχω ή κινούμαι προς τα εμπρός και προς τα πίσω, κινούμαι εναλλάξ προς μία και προς την αντίθετη φορά
2. αλλάζω γνώμη ή στάση, είμαι άστατος
μσν.
(για ακόντιο που ρίχνεται κατά της ασπίδας) τινάζομαι πίσω
μσν.-αρχ.
μτφ. πέφτω πάλι πάνω σε κάποιον, επαναπίπτω («παλινδρομήσαντα πρὸς τὰς Καρχηδονίων ἐλπίδας», Πολ.)
αρχ.
1. επανέρχομαι, επιστρέφω («παλινδρομεῖν ἐς ταὐτά», Αρετ.)
2. επαναφέρω («τῶν δὲ πλοίων... τὰ μέν... διεφθάρη, τὰ δ' ἐπαλινδρόμησεν εἰς τὴν Γάζαν», Διόδ.)
3. (για απόστημα) υποχωρώ χωρίς να ωριμάσω, κατακάθομαι
4. υποτροπιάζω
5. φρ. α) «παλινδρομῶν σφυγμός» — περιοδικός σφυγμός
β) «βλασφημία παλινδρομοῡσα» — ύβρη που επανέρχεται σε αυτόν που την εκστομίζει.