παναίολος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
(30)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παναίολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]] με ποικίλα χρώματα<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] άστρα («[[παναίολος]] [[οὐρανός]]», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολυειδής]], [[πολλαπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἰόλος]] «[[ευμετάβολος]]»].
|mltxt=[[παναίολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]] με ποικίλα χρώματα<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] άστρα («[[παναίολος]] [[οὐρανός]]», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολυειδής]], [[πολλαπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἰόλος]] «[[ευμετάβολος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰναίολος:''' -ον, <b class="num">I.</b> επίθ. για τον στρατό, [[είτε]] [[πολυποίκιλος]], [[αστραφτερός]] ή αρκετά [[ελαφρύς]], [[ευκίνητος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ποικίλος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναίολος Medium diacritics: παναίολος Low diacritics: παναίολος Capitals: ΠΑΝΑΙΟΛΟΣ
Transliteration A: panaíolos Transliteration B: panaiolos Transliteration C: panaiolos Beta Code: panai/olos

English (LSJ)

ον,

   A shot with many colours, glancing, ζωστήρ 4.186, 215, 10.77; θώρηξ 11.374; σάκος 13.552, Hes.Sc.139; star-spangled, π. οὐρανός Orph.H.4.7, Fr.238.    II metaph., manifold, βάγματα A.Pers.636 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 456] (vgl. αἰόλος), ganz schimmernd, bunt, od. leicht beweglich, leicht zu tragen; ζωστήρ, Il. 4, 188, öfter; auch σάκος, 13, 552; Hes. Sc. 139; sp. D., κρητήρ, Orph. Arg. 582; bei Aesch. sind τὰ παναίολ' αἰανῆ βάγματα sehr mannigfaltige, Pers. 627.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναίολος: -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν ὅλως ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. αἰόλος. ΙΙ. μεταφορ., πολυειδής, ποικίλος, βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de couleurs, de ciselures ou de broderies tout à fait variées;
2 fig. aux sons variés de toutes sortes en parl. de lamentations.
Étymologie: πᾶν, αἰόλος.

English (Autenrieth)

all-gleaming, glancing. (Il.)

Greek Monolingual

παναίολος, -ον (Α)
1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα
2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.)
3. πολυειδής, πολλαπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰόλος «ευμετάβολος»].

Greek Monotonic

πᾰναίολος: -ον, I. επίθ. για τον στρατό, είτε πολυποίκιλος, αστραφτερός ή αρκετά ελαφρύς, ευκίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., ποικίλος, σε Αισχύλ.