παράβαση: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[παράβασις]], Α επικ. τ. [[παραίβασις]], ΝΜΑ [[παραβαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[αθέτηση]], η [[παραβίαση]], η μη [[τήρηση]], η μη [[εκτέλεση]] του πρέποντος, [[παρεκτροπή]] (α. «[[παράβαση]] καθήκοντος» β. «τροχαία [[παράβαση]]» γ. «[[παράβασις]] | |mltxt=η / [[παράβασις]], Α επικ. τ. [[παραίβασις]], ΝΜΑ [[παραβαίνω]]<br /><b>1.</b> η [[αθέτηση]], η [[παραβίαση]], η μη [[τήρηση]], η μη [[εκτέλεση]] του πρέποντος, [[παρεκτροπή]] (α. «[[παράβαση]] καθήκοντος» β. «τροχαία [[παράβαση]]» γ. «[[παράβασις]] τοῦ πατρίου νόμου», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> το κύριο χορικό [[μέρος]] της αρχαίας αττικής κωμωδίας [[κατά]] το οποίο ο [[χορός]] άλλαζε [[θέση]] προχωρώντας [[εμπρός]] και εξέθετε [[προς]] τους θεατές γνώμες του ποιητή σχετικά με τα δρώμενα ή σχετικά με οποιοδήποτε [[θέμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκφυγή]], [[διαφυγή]]<br /><b>2.</b> ελάχιστη [[μεταβολή]]<br /><b>3.</b> [[παρέκβαση]] («παράβασίν τινα... ἀπὸ τών ἄλλων τῶν ἐγκυκλίων πεπορισμένου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εναλλαγή]] του βήματος [[κατά]] το [[περπάτημα]]<br /><b>5.</b> [[υπερβασία]], [[αυθαιρεσία]], [[παρακοή]] («[[τέκνα]] παραβάσεως καὶ [[ἀργίας]]», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[πλάνη]], [[παραίσθηση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:47, 15 February 2019
Greek Monolingual
η / παράβασις, Α επικ. τ. παραίβασις, ΝΜΑ παραβαίνω
1. η αθέτηση, η παραβίαση, η μη τήρηση, η μη εκτέλεση του πρέποντος, παρεκτροπή (α. «παράβαση καθήκοντος» β. «τροχαία παράβαση» γ. «παράβασις τοῦ πατρίου νόμου», Ιώσ.)
2. το κύριο χορικό μέρος της αρχαίας αττικής κωμωδίας κατά το οποίο ο χορός άλλαζε θέση προχωρώντας εμπρός και εξέθετε προς τους θεατές γνώμες του ποιητή σχετικά με τα δρώμενα ή σχετικά με οποιοδήποτε θέμα
αρχ.
1. εκφυγή, διαφυγή
2. ελάχιστη μεταβολή
3. παρέκβαση («παράβασίν τινα... ἀπὸ τών ἄλλων τῶν ἐγκυκλίων πεπορισμένου», Στράβ.)
4. εναλλαγή του βήματος κατά το περπάτημα
5. υπερβασία, αυθαιρεσία, παρακοή («τέκνα παραβάσεως καὶ ἀργίας», ΠΔ)
6. πλάνη, παραίσθηση.