παραγώγιον: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[πηγή]] ή [[πηγάδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενικός]] [[φόρος]] τον οποίο κατέβαλλαν πλοία [[κατά]] τη [[διέλευση]] τους από ένα [[λιμάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[αγώγιον]]]. | |mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[πηγή]] ή [[πηγάδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιμενικός]] [[φόρος]] τον οποίο κατέβαλλαν πλοία [[κατά]] τη [[διέλευση]] τους από ένα [[λιμάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[αγώγιον]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρᾰγώγιον:''' τό пошлина за проезд (с пропускаемых судов) Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A toll levied on ships visiting a port, Philippid.17, IG11(2).163 A24 (Delos, iii B. C.), Milet.3 No.139.6 (iii B. C.), Plb.4.47.3, Poll.9.30. II well, source, Cod.Just.11.43.10.
German (Pape)
[Seite 475] τό, Durchgangszoll, den vorbei- od. durchfahrende Schiffe entrichten, Pol. 4, 47, 3, vgl. Poll. 9, 30.
Greek (Liddell-Scott)
παραγώγιον: τό, φόρος τις ὃν ἀπέτινον πλοῖα διερχόμενα διά τινος λιμένος (οἷον οἱ Ἄγγλοι κατέβαλλον ἄλλοτε εἰς τοὺς Δανοὺς ὡς «φόρον προσορμίσεως» Φιλιππίδ. ἐν «Συμπλεούσας» 2, Πολύβ. 4. 47, 3 Ἴδε διαγώγιον.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
μσν.
πηγή ή πηγάδι
αρχ.
λιμενικός φόρος τον οποίο κατέβαλλαν πλοία κατά τη διέλευση τους από ένα λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγώγιον].
Russian (Dvoretsky)
παρᾰγώγιον: τό пошлина за проезд (с пропускаемых судов) Polyb.