παραθερμαίνω: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[παράθερμος]]<br />(νεο<br />ελλ.) [[θερμαίνω]] [[πάρα]] πολύ, [[παραζεσταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[διάθεση]], σε [[κέφι]], [[φαιδρύνω]] («[[οἶνος]] παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[ευερέθιστος]] («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι τῶν τριχῶν», Αισχίν.). | |mltxt=ΝΑ [[παράθερμος]]<br />(νεο<br />ελλ.) [[θερμαίνω]] [[πάρα]] πολύ, [[παραζεσταίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[διάθεση]], σε [[κέφι]], [[φαιδρύνω]] («[[οἶνος]] παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γίνομαι]] [[ευερέθιστος]] («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι τῶν τριχῶν», Αισχίν.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραθερμαίνω:''' [[θερμαίνω]] υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ <i>παραθερμανθείς</i>, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το [[κρασί]], σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A warm, cheer, οἶνος π. τὴν ψυχήν Ath.5.185c:— Pass., to be heated, Arist.Pr.876b3: metaph., παραθερμανθείς, of a man, become quarrelsome in his cups, Aeschin.2.157; παρατεθέρμανται τῇ καρδίᾳ LXX De.19.6.
German (Pape)
[Seite 478] daneben, an der Seite erwärmen; τὴν ψυχήν, vom Wein, Ath. V, 185 e; u. übertr., LXX.; παραθερμανθείς, Aesch. 2, 157.
Greek (Liddell-Scott)
παραθερμαίνω: θερμαίνω, φαιδρύνω, οἶνος π. τὴν ψυχὴν Ἀθήν. 185C· - Παθ., παραθερμανθείς, ἐπὶ ἀνθρώπου θερμανθέντος ὑπὲρ τὸ δέον, ἐξαφθέντος ἐκ τοῦ οἴνου, Αἰσχίν. 49. 18· φλέγομαι ἐξ ὀργῆς, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 2· τεθέρμανται τῇ καρδίᾳ Ἑβδ. (Δευτερ. ΙΘ΄, 6).
French (Bailly abrégé)
échauffer à l’excès.
Étymologie: παρά, θερμαίνω.
Greek Monolingual
ΝΑ παράθερμος
(νεο
ελλ.) θερμαίνω πάρα πολύ, παραζεσταίνω
αρχ.
1. φέρνω κάποιον σε διάθεση, σε κέφι, φαιδρύνω («οἶνος παραθερμαίνει τὴν ψυχήν», Αθήν.)
2. (για πρόσ.) γίνομαι ευερέθιστος («οὐ κατάσχοιμι τὴν ὕβριν ἀλλὰ παραθερμανθείς.... ἕλκοιμι τῶν τριχῶν», Αισχίν.).
Greek Monotonic
παραθερμαίνω: θερμαίνω υπερβολικά — μτχ. Παθ. αορ. αʹ παραθερμανθείς, λέγεται για άνθρωπο που «υπερθερμαίνεται» από το κρασί, σε Αισχίν.