παρακέλευμα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[παρακέλευσμα]], το, Α [[παρακελεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[προτρεπτικός]] [[λόγος]], παρακινητική [[φωνή]], [[παρόρμηση]]<br /><b>2.</b> [[απόφθεγμα]], [[αξίωμα]], [[παράγγελμα]] («τὸ δὲ Φωκυλίδου [[παρακέλευμα]] οὐδὲν ἐμποδίζει», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=και [[παρακέλευσμα]], το, Α [[παρακελεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[προτρεπτικός]] [[λόγος]], παρακινητική [[φωνή]], [[παρόρμηση]]<br /><b>2.</b> [[απόφθεγμα]], [[αξίωμα]], [[παράγγελμα]] («τὸ δὲ Φωκυλίδου [[παρακέλευμα]] οὐδὲν ἐμποδίζει», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακέλευμα:''' ή -ευσμα, -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[προτροπή]], [[παραίνεση]], [[ενθάρρυνση]], [[παρότρυνση]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ηθική]] [[παραίνεση]], [[απόφθεγμα]], [[νουθεσία]], [[ρητό]], γνωμικό, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακέλευμα Medium diacritics: παρακέλευμα Low diacritics: παρακέλευμα Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΜΑ
Transliteration A: parakéleuma Transliteration B: parakeleuma Transliteration C: parakelevma Beta Code: parake/leuma

English (LSJ)

or παρα-κέλευσμα, ατος, τό,

   A exhortation, cheering address, E.Supp.1155 (lyr.); τὸ δεινὸν π. Id.IT320; ἐξ ἑνὸς or ἀφ' ἑνὸς π., D.S.15.32, D.H.6.47.    2 precept, maxim, τὸ τοῦ Φωκυλίδου π. Pl. R.407b, cf. Lg.688a, al.

German (Pape)

[Seite 482] τό, = παρακέλευσμα, steht bei Bekker Plat. Rep. III, 407 b Legg. III, 188 a u. öfter, wie D. Hal. 6, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακέλευμα: ἢ -κέλευσμα, τό, παρακίνησις, παρόρμησις, παραθαρρυντικὴ ὁμιλία, Εὐρ. Ἱκέτ. 1156· τὸ δεινὸν π. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 320· ἀφ’ ἑνὸς ἢ ἐξ’ ἑνὸς π. Διόδ. 15. 32, Διον. Ἁλ. 6. 47. 2) παράγγελμα, ἀπόφθεγμα, Πλάτ. Πολ. 407Β, Νόμ. 688Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 encouragement, exhortation;
2 précepte, maxime.
Étymologie: παρακελεύω.

Greek Monolingual

και παρακέλευσμα, το, Α παρακελεύομαι
1. προτρεπτικός λόγος, παρακινητική φωνή, παρόρμηση
2. απόφθεγμα, αξίωμα, παράγγελμα («τὸ δὲ Φωκυλίδου παρακέλευμα οὐδὲν ἐμποδίζει», Πλάτ.).

Greek Monotonic

παρακέλευμα: ή -ευσμα, -ατος, τό,
1. προτροπή, παραίνεση, ενθάρρυνση, παρότρυνση, σε Ευρ.
2. ηθική παραίνεση, απόφθεγμα, νουθεσία, ρητό, γνωμικό, σε Πλάτ.