Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρατεταγμένως: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> όπως σε [[παράταξη]] μάχης, με [[σταθερότητα]] («[[παρατεταγμένως]] ἀμύνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με συγκρατημένο τρόπο, με [[αυτοσυγκράτηση]], με [[αυτοκυριαρχία]]<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], παράλληλα σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρατεταγμένος</i> του [[παρατάσσω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> όπως σε [[παράταξη]] μάχης, με [[σταθερότητα]] («[[παρατεταγμένως]] ἀμύνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με συγκρατημένο τρόπο, με [[αυτοσυγκράτηση]], με [[αυτοκυριαρχία]]<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], παράλληλα σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>παρατεταγμένος</i> του [[παρατάσσω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρατεταγμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[παρατάσσω]], όπως στην [[παράταξη]] μάχης, [[σταθερά]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατεταγμένως Medium diacritics: παρατεταγμένως Low diacritics: παρατεταγμένως Capitals: ΠΑΡΑΤΕΤΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: paratetagménōs Transliteration B: paratetagmenōs Transliteration C: paratetagmenos Beta Code: paratetagme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. (παρατάσσω)

   A as in battlearray, steadily, Pl.R.399b ; in a self-possessed manner, Gal.8.362.    II. π. ἄγεσθαι, of a straight line, to be drawn parallel to the ordinate of a conic, Apollon. Perg.Con.1.27,al.

German (Pape)

[Seite 502] adv. part. perf. pass. von παρατάσσω, in völliger Schlachtordnung, wohlgerüstet, Sp.; übertr., παρατ. καὶ καρτερούντως ἀμύνεσθαι τὴν τύχην, Plat. Rep. III, 399 b.

Greek (Liddell-Scott)

παρατεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ὡς ἐν παρατάξει μάχης, σταθερῶς, Πλάτ. Πολ. 399Β, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. σ. 438 (Kiessl.).

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre.
Étymologie: παρατάσσω.

Greek Monolingual

Α
1. όπως σε παράταξη μάχης, με σταθερότηταπαρατεταγμένως ἀμύνεσθαι», Πλάτ.)
2. με συγκρατημένο τρόπο, με αυτοσυγκράτηση, με αυτοκυριαρχία
3. (γεωμ.) σε ευθεία γραμμή, παράλληλα σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατεταγμένος του παρατάσσω.

Greek Monotonic

παρατεταγμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του παρατάσσω, όπως στην παράταξη μάχης, σταθερά, σε Πλάτ.