παρενήνοθε: Difference between revisions

From LSJ
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(γ' εν. πρόσ. παρακμ. με σημ. ενεστ.) παράκειται.
|mltxt=Α<br />(γ' εν. πρόσ. παρακμ. με σημ. ενεστ.) παράκειται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρενήνοθε:''' βλ. [[ἐνήνοθε]].
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρενήνοθε Medium diacritics: παρενήνοθε Low diacritics: παρενήνοθε Capitals: ΠΑΡΕΝΗΝΟΘΕ
Transliteration A: parenḗnothe Transliteration B: parenēnothe Transliteration C: pareninothe Beta Code: parenh/noqe

English (LSJ)

   A = παράκειται, ἡμετέρη . . τοίη π. μῆτις A.R.1.664 ; of. ἐνήνοθε.

German (Pape)

[Seite 516] dabei oder daran sein, daran haften; Ap. Rh. 1, 664 ἡμετέρη μέν νυν τοίη παρενήνοθε μῆτις, unser Rathschluß war dabei ein solcher; Orph. Lith. 628 εἰ κρυερὸς μάρπτων πυρετὸς παρενήνοθε γυίοις. Vgl. ἐπενήνοθε u. κατενήνοθε.

Greek (Liddell-Scott)

παρενήνοθε: ἴδε ἐνήνοθε.

Greek Monolingual

Α
(γ' εν. πρόσ. παρακμ. με σημ. ενεστ.) παράκειται.

Greek Monotonic

παρενήνοθε: βλ. ἐνήνοθε.