πάρεγγυς: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> πολύ [[κοντά]] («ἐν τοῑς [[πάρεγγυς]] τόποις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> σε πολύ μικρό [[διάστημα]] χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα [[ὀχεία]] τῆς ἑτέρας γένηται [[πάρεγγυς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ομοιότητα]]) [[περίπου]], [[σχεδόν]] («ἡ δὲ Κρητική [[πολιτεία]] [[πάρεγγυς]] μέν ἐστι ταύτης», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύς]]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> πολύ [[κοντά]] («ἐν τοῑς [[πάρεγγυς]] τόποις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> σε πολύ μικρό [[διάστημα]] χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα [[ὀχεία]] τῆς ἑτέρας γένηται [[πάρεγγυς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[ομοιότητα]]) [[περίπου]], [[σχεδόν]] («ἡ δὲ Κρητική [[πολιτεία]] [[πάρεγγυς]] μέν ἐστι ταύτης», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύς]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πάρεγγῠς:''' <b class="num">I</b> adv.<br /><b class="num">1)</b> близко, в непосредственной близости (ἐν τοῖς π. τόποις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> весьма сходно ([[γενέσθαι]] Arst.).<br /><b class="num">II</b> в знач. praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> близ (τινος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> сходно с (τῆς πολιτείας Arst.).
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρεγγῠς Medium diacritics: πάρεγγυς Low diacritics: πάρεγγυς Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΣ
Transliteration A: párengys Transliteration B: parengys Transliteration C: pareggys Beta Code: pa/reggus

English (LSJ)

Adv.

   A near at hand, close by, ἐν τοῖς π. τόποις Arist.HA 605b25.    2 of Time, near, λίαν π. εἶναι, i. e. in age, Id.Pol.1335a1 ; π. τινός following closely on... Id.GA773b9.    3 nearly alike, π. γενέσθαι Id.Metaph.1040b11 ; τὸ π. τῆς λέξεως Id.SE167a5 ; π. ταύτης (sc. τῆς πολιτείας) nearly resembling it, Id.Pol.1271b20, cf. Thphr.CP 6.17.9.

German (Pape)

[Seite 510] adv., nahe dabei, Arist. Pol. 7, 16, τινός, 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

πάρεγγῠς: Ἐπίρρ., παρὰ πολὺ πλησίον, ἐν τοῖς π. τόποις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1. 2) ἐπὶ χρόνου πλησίον, λίαν π. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 3· π. τινος, ἀμέσως μετά τινα ..., ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 3. 3) σχεδὸν ὁμοίως, π. γενέσθαι ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 16, 2· τὸ π. τῆς λέξεως ὁ αὐτ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5, 2· π. τῆς ... πολιτείας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 1.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῑς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.)
2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.)
3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύς].

Russian (Dvoretsky)

πάρεγγῠς: I adv.
1) близко, в непосредственной близости (ἐν τοῖς π. τόποις Arst.);
2) весьма сходно (γενέσθαι Arst.).
II в знач. praep. cum gen.
1) близ (τινος Arst.);
2) сходно с (τῆς πολιτείας Arst.).