Πάσχα: Difference between revisions
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
(31) |
(nl) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ και [[Πάσκα]], Ν<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[εορτή]] του ιουδαϊσμού η οποία καθιερώθηκε για να εορτάζεται η [[ανάμνηση]] της εξόδου τών Εβραίων από την Αίγυπτο<br /><b>2.</b> η μεγαλύτερη από τις χριστιανικές εορτές η οποία καθιερώθηκε από τους αποστόλους για την [[ανάμνηση]] της σταυρικής θυσίας του Χριστού, από την οποία πήγασε η [[σωτηρία]] του ανθρώπινου γένους και η οποία εορτάζεται με [[απόφαση]] της Α' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη [[Κυριακή]] [[μετά]] την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «κάναμε [[Πάσχα]]» — φάγαμε πλουσιοπάροχα<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ούτε]] [[φέτος]] Λαμπρή [[ούτε]] του χρόνου [[Πάσχα]]» — λέγεται γι' αυτούς που αναβάλλουν [[πάντοτε]] την [[εκτέλεση]] όσων υποσχέθηκαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πασχαλινό [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[πασχαλινός]] [[αμνός]] («λάβετε... [[πρόβατον]] κατὰ συγγενείας ὑμῶν, καὶ θύσατε τὸ [[πάσχα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο από το αραμ. <i>pascha</i> (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>pasah</i> «[[διάβαση]], [[πέρασμα]]»)]. | |mltxt=το, ΝΜΑ και [[Πάσκα]], Ν<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[εορτή]] του ιουδαϊσμού η οποία καθιερώθηκε για να εορτάζεται η [[ανάμνηση]] της εξόδου τών Εβραίων από την Αίγυπτο<br /><b>2.</b> η μεγαλύτερη από τις χριστιανικές εορτές η οποία καθιερώθηκε από τους αποστόλους για την [[ανάμνηση]] της σταυρικής θυσίας του Χριστού, από την οποία πήγασε η [[σωτηρία]] του ανθρώπινου γένους και η οποία εορτάζεται με [[απόφαση]] της Α' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη [[Κυριακή]] [[μετά]] την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «κάναμε [[Πάσχα]]» — φάγαμε πλουσιοπάροχα<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ούτε]] [[φέτος]] Λαμπρή [[ούτε]] του χρόνου [[Πάσχα]]» — λέγεται γι' αυτούς που αναβάλλουν [[πάντοτε]] την [[εκτέλεση]] όσων υποσχέθηκαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πασχαλινό [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[πασχαλινός]] [[αμνός]] («λάβετε... [[πρόβατον]] κατὰ συγγενείας ὑμῶν, καὶ θύσατε τὸ [[πάσχα]]», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειο από το αραμ. <i>pascha</i> (<b>πρβλ.</b> εβρ. <i>pasah</i> «[[διάβαση]], [[πέρασμα]]»)]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=Πάσχα, τό indecl. paasfeest; paaslam:; τὸ πάσχα ἡμῶν ἐτύθη Χριστός ons paaslam is geslacht: Christus NT 1 Cor. 5.7; uitbr. paasmaal:. φαγεῖν τὸ πάσχα het paasmaal gebruiken NT Mt. 26.17. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
I. la Pâque juive, Pâques;
II. particul.
1 le repas de la Pâque;
2 l’agneau pascal.
Étym. hébr. pâsach.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ και Πάσκα, Ν
1. μεγάλη εορτή του ιουδαϊσμού η οποία καθιερώθηκε για να εορτάζεται η ανάμνηση της εξόδου τών Εβραίων από την Αίγυπτο
2. η μεγαλύτερη από τις χριστιανικές εορτές η οποία καθιερώθηκε από τους αποστόλους για την ανάμνηση της σταυρικής θυσίας του Χριστού, από την οποία πήγασε η σωτηρία του ανθρώπινου γένους και η οποία εορτάζεται με απόφαση της Α' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας
νεοελλ.
1. φρ. «κάναμε Πάσχα» — φάγαμε πλουσιοπάροχα
2. παροιμ. «ούτε φέτος Λαμπρή ούτε του χρόνου Πάσχα» — λέγεται γι' αυτούς που αναβάλλουν πάντοτε την εκτέλεση όσων υποσχέθηκαν
αρχ.
1. πασχαλινό δείπνο
2. πασχαλινός αμνός («λάβετε... πρόβατον κατὰ συγγενείας ὑμῶν, καὶ θύσατε τὸ πάσχα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από το αραμ. pascha (πρβλ. εβρ. pasah «διάβαση, πέρασμα»)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πάσχα, τό indecl. paasfeest; paaslam:; τὸ πάσχα ἡμῶν ἐτύθη Χριστός ons paaslam is geslacht: Christus NT 1 Cor. 5.7; uitbr. paasmaal:. φαγεῖν τὸ πάσχα het paasmaal gebruiken NT Mt. 26.17.