πεμπτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πεμπτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πέμπω]]<br />σταλμένος, [[απεσταλμένος]] («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[πεμπτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πέμπω]]<br />σταλμένος, [[απεσταλμένος]] («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεμπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που στέλεται, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπτός Medium diacritics: πεμπτός Low diacritics: πεμπτός Capitals: ΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: pemptós Transliteration B: pemptos Transliteration C: pemptos Beta Code: pempto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sent, ἀπὸ τῶν τετρακοσίων π. πρέσβεις f.l. in Th.8.86.

German (Pape)

[Seite 553] adj. verb. von πέμπω, geschickt, gesendet, Thuc. 8, 86 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
envoyé.
Étymologie: adj. verb. de πέμπω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεμπτός, -ή, -όν, ΝΑ πέμπω
σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.).

Greek Monotonic

πεμπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που στέλεται, σε Θουκ.