περιαυχένιος: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[περιαυχένιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («[[κόσμος]] [[περιαυχένιος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περιαυχένιο</i><br />α) το [[μέρος]] της σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η [[λαιμαργία]], αλλ. [[περιλαίμιο]]<br />β) [[πλατύς]] [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] με σπειροειδή [[αυλάκωση]] στο εσωτερικό του ο [[οποίος]] βιδώνεται συνδέοντας δύο μεταλλικά τεμάχια, κν. [[κολάρο]]<br /><b>(ρχ.)</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[αυχένιος]])]. | |mltxt=-α, -ο / [[περιαυχένιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («[[κόσμος]] [[περιαυχένιος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το περιαυχένιο</i><br />α) το [[μέρος]] της σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η [[λαιμαργία]], αλλ. [[περιλαίμιο]]<br />β) [[πλατύς]] [[μεταλλικός]] [[δακτύλιος]] με σπειροειδή [[αυλάκωση]] στο εσωτερικό του ο [[οποίος]] βιδώνεται συνδέοντας δύο μεταλλικά τεμάχια, κν. [[κολάρο]]<br /><b>(ρχ.)</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-[[αυχένιος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που τοποθετείται γύρω από το λαιμό, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (αὐχήν)
A put round the neck, στρεπτός Hdt.3.20; κόσμος Ph.2.62, Alciphr.3.3; δεσμοί Agath.4.1. II Subst. περιαυχένιον, τό, necklace, collar, App.Mith.85, Aristaenet.1.19, Hld.7.27.
German (Pape)
[Seite 569] um den Nacken oder Hals gehend, Her. 3, 20; τὸ περιαυχένιον, Halsband, Heliod. 7, 27.
Greek (Liddell-Scott)
περιαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ περὶ τὸν αὐχένα τιθέμενος, στρεπτὸς Ἡρόδ. 3. 20· κόσμος Ἀλκίφρων 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιαυχένιον, τό, περιδέραιον· κλοιός, Ἀππ. Μιθρ. 85, Ἀρισταίν. 1. 19, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on met autour du cou.
Étymologie: περί, αὐχήν.
Greek Monolingual
-α, -ο / περιαυχένιος, -ον, ΝΑ
αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («κόσμος περιαυχένιος», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περιαυχένιο
α) το μέρος της σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η λαιμαργία, αλλ. περιλαίμιο
β) πλατύς μεταλλικός δακτύλιος με σπειροειδή αυλάκωση στο εσωτερικό του ο οποίος βιδώνεται συνδέοντας δύο μεταλλικά τεμάχια, κν. κολάρο
(ρχ.) το ουδ. ως ουσ. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + αὐχήν, -ένος (πρβλ. κατ-αυχένιος)].
Greek Monotonic
περιαυχένιος: -ον (αὐχήν), αυτός που τοποθετείται γύρω από το λαιμό, σε Ηρόδ.