περιστείχω: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] [[ολόγυρα]], [[περιέρχομαι]] («τρὶς περίστειξας κοίλον [[λόχον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]], [[κυκλώνω]] από [[παντού]], [[περικυκλώνω]] (α. «[[πάντῃ]] μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ.<br />β. «[[οἷος]] τὴν σελήνην περιστείχει [[κύκλος]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στείχω]] «[[βαδίζω]], [[βαίνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[βαδίζω]] [[ολόγυρα]], [[περιέρχομαι]] («τρὶς περίστειξας κοίλον [[λόχον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιβάλλω]], [[κυκλώνω]] από [[παντού]], [[περικυκλώνω]] (α. «[[πάντῃ]] μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ.<br />β. «[[οἷος]] τὴν σελήνην περιστείχει [[κύκλος]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στείχω]] «[[βαδίζω]], [[βαίνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιστείχω:''' μτχ. αορ. αʹ <i>περίστειξας</i>, [[βαδίζω]] [[ολόγυρα]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A go round about, c. acc., τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277, cf. AP5.138 (Mel.): abs., περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13, dub. in Alc.Com.35.
German (Pape)
[Seite 593] im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.
Greek (Liddell-Scott)
περιστείχω: βαδίζω ὁλόγυρα, περιέρχομαι, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, «περιῆλθες, περιώδευσας» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 277, Πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 139· ἀπολ., περιστείχοντος ἀλείσου Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 477C.
French (Bailly abrégé)
aller autour de, acc..
Étymologie: περί, στείχω.
English (Autenrieth)
aor. περίστειξας: walk around, Od. 4.277†.
Greek Monolingual
Α
1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.)
2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ.
β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στείχω «βαδίζω, βαίνω»].
Greek Monotonic
περιστείχω: μτχ. αορ. αʹ περίστειξας, βαδίζω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.