πηλώδης: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, ΝΜΑ [[πηλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όμοιος με πηλό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] πηλό, [[γεμάτος]] [[λάσπη]]. | |mltxt=-ες, ΝΜΑ [[πηλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όμοιος με πηλό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[γεμάτος]] πηλό, [[γεμάτος]] [[λάσπη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πηλώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με πηλό, [[πηλώδης]], λασπωμένος, λέγεται για τόπους, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A clayey, muddy, ἀταρπιτός Parm.20; of places, Th. 6.101, Arist.HA549b15, etc.; of the river Acheron, Pl.Phd. 113b.
German (Pape)
[Seite 610] ες, thon- od. lehmartig, kothig; Thuc. 6, 101; καὶ θολερός, Plat. Phaed. 113 b; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πηλώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης πηλοῦ, βορβορώδης, λασπώδης, ἐπὶ τόπων, Θουκ. 6. 101, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, ἀκάθαρτος, «λερός», Πλάτ. Φαίδων 113Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
boueux, fangeux.
Étymologie: πηλός, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες, ΝΜΑ πηλός
νεοελλ.
όμοιος με πηλό
μσν.-αρχ.
γεμάτος πηλό, γεμάτος λάσπη.
Greek Monotonic
πηλώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πηλό, πηλώδης, λασπωμένος, λέγεται για τόπους, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ.