ποιμνήϊος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(33) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίη, -ον, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ποίμνη]] ή στον ποιμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμ</i>-<i>ήϊος</i>)]. | |mltxt=-ίη, -ον, Α<br />(επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ποίμνη]] ή στον ποιμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολεμ</i>-<i>ήϊος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποιμνήϊος:''' -η, -ον, αυτός που ανήκει σε [[κοπάδι]] ή [[ποίμνιο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Ep. Adj.
A of a flock or herd, σταθμός, σηκός, Il.2.470, Hes.Op.787.
German (Pape)
[Seite 651] ion. statt des ungebr. ποιμνεῖος, zum Hirten, zur Heerde gehörig, von der Heerde; σταθμός, σηκός, Il. 2, 470 Hes. op. 789.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui concerne les troupeaux ou un troupeau.
Étymologie: ποίμνη.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α
(επικ. και ιων. τ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίμνη ή στον ποιμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].
Greek Monotonic
ποιμνήϊος: -η, -ον, αυτός που ανήκει σε κοπάδι ή ποίμνιο, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.