πολυκύμαντος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(33)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυκύμαντος]], -ον, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολυτάραχος]], [[περιπετειώδης]] (α. «πολυκύμαντη [[σταδιοδρομία]]», β. «[[πολυκύμαντος]] [[βίος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει [[πολλά]] κύματα («[[πολυκύμαντος]] [[θάλασσα]]», Άννα Κομν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κυμαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κύμαντος</i>, <i>ευ</i>-<i>κύμαντος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολυκύμαντος]], -ον, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολυτάραχος]], [[περιπετειώδης]] (α. «πολυκύμαντη [[σταδιοδρομία]]», β. «[[πολυκύμαντος]] [[βίος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει [[πολλά]] κύματα («[[πολυκύμαντος]] [[θάλασσα]]», Άννα Κομν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κυμαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ακύμαντος]], [[ευκύμαντος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:44, 9 May 2023

German (Pape)

[Seite 665] viel od. sehr wogend, nur Conj. für πολυαίματος, s. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκύμαντος: καὶ -κύμᾰτος, ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων σαλευόμενος, Ἄννα Κομν. σ. 445Α, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκύμονος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυκύμαντος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
πολυτάραχος, περιπετειώδης (α. «πολυκύμαντη σταδιοδρομία», β. «πολυκύμαντος βίος»)
μσν.
αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει πολλά κύματα («πολυκύμαντος θάλασσα», Άννα Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμαντος (< κυμαίνω), πρβλ. ακύμαντος, ευκύμαντος].