πολυτίμητος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυτίμητος]], -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («[[πολυτίμητος]] [[Ἀφροδίτη]]», Παρμ.)<br /><b>2.</b> [[πανάκριβος]], [[βαρύτιμος]], [[πολύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυτίμητα</i> Ν<br />με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και [[εκτίμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιμητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τιμῶ</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολυτίμητος]], -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («[[πολυτίμητος]] [[Ἀφροδίτη]]», Παρμ.)<br /><b>2.</b> [[πανάκριβος]], [[βαρύτιμος]], [[πολύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυτίμητα</i> Ν<br />με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και [[εκτίμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιμητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τιμῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολῠτίμητος:''' [ῑ], -ον και -η, -ον (τῑμάω),<br /><b class="num">I.</b> [[υψηλά]] τιμώμενος, εξαιρετικά τιμημένος, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολύ]] [[δαπανηρός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. -τίμᾱτος, ον, also η, ον Ar.Pax978: (τιμάω):—
A highly honoured, freq. used in addressing a divinity, Ἀφροδίτη [Parm.]20; ὦ Ζεῦ πολυτίμητ' Pherecr.73, Ar.Fr.319; ὦ πολυτίμηθ' Ἠράκλεις Id.Ach. 807; ὦ π. θεοί Id.V.1001; θεώ Id.Th.594; ὦ π. Νεφέλαι Id.Nu.269; ὦ π. Αἰσχύλε Id.Ra.851; and (ironically) ὦ π. Εὐθύδημε Pl.Euthd. 296d; so τὸ π. ἰατρεῖον, of Aristotle, Timae. ap. Plb.12.8.4. II at a high price, very costly, Epich.71, Ar.Fr.387.9, Alex.Trall.1.15; with play on signf. 1, [σῖτος] π. ᾇπερ τοὶ θεοί Ar.Ach.759.
German (Pape)
[Seite 674] sehr od. hoch geehrt; gew. Beiwort einer Gottheit; Ar. Ach. 727. 772; θεοί, Vesp. 1001; Ζεύς, Av. 667; Δημήτηρ, Th. 286; auch Αἰσχύλος, Ran. 850; Plat. Euthyd. 396 d; auch = hoch im Preise, theuer, Ar. Ach. 759; vgl. Mein. Menand. p. 43; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 22; auch 3 Endgn, Ar. Pax 978.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτίμητος: [ῑ], -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 978· (τῑμάω)· ― ὁ πολὺ τιμώμενος, λεγόμενον πρὸς θεόν, ὦ Ζεῦ πολυτίμητ’ Φερεκράτης ἐν «Κοριαννοῖ» 8, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 303· ὦ πολυτίμηθ’ Ἡράκλεις Ἀρισστοφ. Ἀχ. 807· ὦ π. θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1001, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 594· ὦ π. Νεφέλαι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 269· ὦ π. Αἰσχύλε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 851· καὶ (εἰρωνικῶς) ὦ π. Εὐθύδημε Πλάτ. Εὐθύδ. 296D. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν τιμήν, δαπανηρός, «ἀκριβός», Ἐπίχ. 48 Ahr., Ἀριστοφ. Ἀχ. 759, Ἀποσπ. 344. 9.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 très honoré;
2 très estimé, précieux.
Étymologie: πολύς, τιμάω.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυτίμητος, -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («πολυτίμητος Ἀφροδίτη», Παρμ.)
2. πανάκριβος, βαρύτιμος, πολύτιμος.
επίρρ...
πολυτίμητα Ν
με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και εκτίμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τιμητός (< τιμῶ)].
Greek Monotonic
πολῠτίμητος: [ῑ], -ον και -η, -ον (τῑμάω),
I. υψηλά τιμώμενος, εξαιρετικά τιμημένος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. πολύ δαπανηρός, σε Αριστοφ.