πολυόμματος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πολυόμματος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια (α. «βουκόλον [[τίνα]] πολυόμματον Ἄργον [[τοὔνομα]] ἐπέστησεν», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ [[δύναμις]] τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όμματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> «[[μάτι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>όμματος</i>].
|mltxt=ο / [[πολυόμματος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[γένος]] λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια (α. «βουκόλον [[τίνα]] πολυόμματον Ἄργον [[τοὔνομα]] ἐπέστησεν», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ [[δύναμις]] τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όμματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> «[[μάτι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>όμματος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυόμμᾰτος:''' -ον ([[ὄμμα]]), αυτός που έχει [[πολλά]] μάτια, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόμμᾰτος Medium diacritics: πολυόμματος Low diacritics: πολυόμματος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: polyómmatos Transliteration B: polyommatos Transliteration C: polyommatos Beta Code: poluo/mmatos

English (LSJ)

ον,

   A many-eyed, of Argus, Luc.DDeor.3.1.

German (Pape)

[Seite 667] vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόμμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὄμματα, πολλοὺς ὀφθαλμούς, ἐπὶ τοῦ Ἄργου, Λουκ. Θεῶν, Δ. 3. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d’yeux.
Étymologie: πολύς, ὄμμα.

Greek Monolingual

ο / πολυόμματος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
1. αυτός που έχει πολλά μάτια (α. «βουκόλον τίνα πολυόμματον Ἄργον τοὔνομα ἐπέστησεν», Λουκιαν.
β. «τὰ πολυόμματα Χερουβίμ καὶ τά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ», Μέγ. Βασ.)
2. ονομασία ξεχωριστής τάξης τών αγγελικών δυνάμεων («ἡ δύναμις τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν πολυομμάτων», Ρωμ. Μελ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -όμματος (< ὄμμα, -ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ-όμματος].

Greek Monotonic

πολυόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει πολλά μάτια, σε Λουκ.