προδιέρχομαι: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με την [[κίνηση]] τών εντέρων) [[περνώ]] διά μέσου από [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῑν ὑμῑν [[βούλομαι]]», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[προηγούμαι]] («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διέρχομαι]] «[[περνώ]], [[διηγούμαι]] με λεπτομέρειες»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με την [[κίνηση]] τών εντέρων) [[περνώ]] διά μέσου από [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[διηγούμαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῑν ὑμῑν [[βούλομαι]]», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (για χρόνο) [[προηγούμαι]] («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διέρχομαι]] «[[περνώ]], [[διηγούμαι]] με λεπτομέρειες»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προδιέρχομαι:''' αποθ., [[διέρχομαι]] εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από [[πριν]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A go through before, of motions of the bowels, Hp. Acut.67, cf. Coac.64; Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοάς X.Cyn.1.7. II go through or narrate before, ὃν τρόπον γέγραπται Aeschin.2.67; τι D.S.1.9; αἰτίαν J.AJ4.2.1; περί τινος D.S.3.11; ὡς . . J.AJ12.3.3. III of time, precede, τῷ προδιεληλυθότι ἔτει the year before last, POxy.1706.15 (iii A.D.); τῷ προδιελθόντι ἔτει PSI4.295.7(iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 716] (s. ἔρχομαι), vorher durchgehen, Xen. Cyn. 1, 47.
Greek (Liddell-Scott)
προδιέρχομαι: διέρχομαι ἢ διεισδύω πρότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, πρβλ. 78F, 170F κτλ.· Νέστορος προδιελήλυθεν ἀρετὴ τῶν Ἑλλήνων τὰς ἀκοὰς Ξεν. Κυν. 1, 7. ΙΙ. διέρχομαι ἢ διηγοῦμαι πρότερον, τι Διόδ. 1. 9· περί τινος 3. 11, κ. ἄλλ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προδιῆλθον, etc.
parcourir ou traverser auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διέρχομαι.
Greek Monolingual
Α
1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου από πριν
2. διηγούμαι κάτι προηγουμένως («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῑν ὑμῑν βούλομαι», Αισχίν.)
3. (για χρόνο) προηγούμαι («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διέρχομαι «περνώ, διηγούμαι με λεπτομέρειες»].
Greek Monotonic
προδιέρχομαι: αποθ., διέρχομαι εκ των προτέρων, περνώ διαμέσω από πριν, σε Ξεν.