πρόληψη: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
(34)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πρόληψις]], -ήψεως, ΝΜΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο ο [[ρήτορας]] ανασκευάζει προκαταβολικά πιθανό [[επιχείρημα]] του αντιπάλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμπόδιση]], [[αποτροπή]] («[[πρόληψη]] της εγκληματικότητας»)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] άμεσων μέτρων, ικανών να εμποδίσουν την [[εμφάνιση]] μιας νόσου σε ένα [[άτομο]] ή τη [[διασπορά]] της στον πληθυσμό<br /><b>3.</b> [[δεισιδαιμονία]], [[δοξασία]]<br /><b>4.</b> [[γνώμη]], [[αντίληψη]] [[κατά]] συνθήκην παραδεκτή («κοινωνικές προλήψεις»)<br /><b>5.</b> [[συντακτικό]] [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο το [[υποκείμενο]] εξαρτημένης πρότασης τίθεται προληπτικά ως [[αντικείμενο]] της κύριας, η οποία και προηγείται, όπως λ.χ. [[ποιος]] είδε τον αμάραντο σε τί [[βουνό]] φυτρώνει</i>, [[αντί]] [[ποιος]] είδε σε τί [[βουνό]] φυτρώνει οαμάραντος</i>·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τους Στωικούς) η εκ τών προτέρων υπάρχουσα στον ανθρώπινο νου [[αντίληψη]] («ἔμφυτοι προλήψεις», Χρύσ. Στωικ.)<br /><b>2.</b> η εκ τών προτέρων [[γνώση]] («πρόληψιν ἔχειν πάντων ἀδύνατον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> η εκ τών προτέρων [[λήψη]] («[[πρόληψις]] μισθοῡ», Ηλιόδ.).
|mltxt=η / [[πρόληψις]], -ήψεως, ΝΜΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο ο [[ρήτορας]] ανασκευάζει προκαταβολικά πιθανό [[επιχείρημα]] του αντιπάλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρεμπόδιση]], [[αποτροπή]] («[[πρόληψη]] της εγκληματικότητας»)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] άμεσων μέτρων, ικανών να εμποδίσουν την [[εμφάνιση]] μιας νόσου σε ένα [[άτομο]] ή τη [[διασπορά]] της στον πληθυσμό<br /><b>3.</b> [[δεισιδαιμονία]], [[δοξασία]]<br /><b>4.</b> [[γνώμη]], [[αντίληψη]] [[κατά]] συνθήκην παραδεκτή («κοινωνικές προλήψεις»)<br /><b>5.</b> [[συντακτικό]] [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο το [[υποκείμενο]] εξαρτημένης πρότασης τίθεται προληπτικά ως [[αντικείμενο]] της κύριας, η οποία και προηγείται, όπως λ.χ. [[ποιος]] είδε τον αμάραντο σε τί [[βουνό]] φυτρώνει</i>, [[αντί]] [[ποιος]] είδε σε τί [[βουνό]] φυτρώνει οαμάραντος</i>·|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τους Στωικούς) η εκ τών προτέρων υπάρχουσα στον ανθρώπινο νου [[αντίληψη]] («ἔμφυτοι προλήψεις», Χρύσ. Στωικ.)<br /><b>2.</b> η εκ τών προτέρων [[γνώση]] («πρόληψιν ἔχειν πάντων ἀδύνατον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> η εκ τών προτέρων [[λήψη]] («[[πρόληψις]] μισθοῦ», Ηλιόδ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 13 June 2022

Greek Monolingual

η / πρόληψις, -ήψεως, ΝΜΑ προλαμβάνω
(ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ρήτορας ανασκευάζει προκαταβολικά πιθανό επιχείρημα του αντιπάλου
νεοελλ.
1. παρεμπόδιση, αποτροπήπρόληψη της εγκληματικότητας»)
2. ιατρ. σύνολο άμεσων μέτρων, ικανών να εμποδίσουν την εμφάνιση μιας νόσου σε ένα άτομο ή τη διασπορά της στον πληθυσμό
3. δεισιδαιμονία, δοξασία
4. γνώμη, αντίληψη κατά συνθήκην παραδεκτή («κοινωνικές προλήψεις»)
5. συντακτικό σχήμα κατά το οποίο το υποκείμενο εξαρτημένης πρότασης τίθεται προληπτικά ως αντικείμενο της κύριας, η οποία και προηγείται, όπως λ.χ. ποιος είδε τον αμάραντο σε τί βουνό φυτρώνει, αντί ποιος είδε σε τί βουνό φυτρώνει οαμάραντος·