προσάρκτιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />στραμμένος [[προς]] τον Βορρά, [[βορεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄρκτιος]] «[[αρκτικός]], [[βόρειος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρκτος]] «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)]. | |mltxt=-ον, Α<br />στραμμένος [[προς]] τον Βορρά, [[βορεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄρκτιος]] «[[αρκτικός]], [[βόρειος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρκτος]] «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσάρκτιος:''' -ον ([[ἄρκτος]]), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A northerly, Plb.34.5.9, Str.1.4.5, J.BJ1.7.3.
German (Pape)
[Seite 752] gegen Norden gelegen, nördlich, Pol. 34, 5, 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσάρκτιος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν, βόρειος, Πολύβ. 34. 5, 9, Στράβ. 64, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
septentrional.
Étymologie: πρός, ἄρκτος.
Greek Monolingual
-ον, Α
στραμμένος προς τον Βορρά, βορεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄρκτιος «αρκτικός, βόρειος» (< ἄρκτος «Βορράς, Βόρειος Πόλος»)].
Greek Monotonic
προσάρκτιος: -ον (ἄρκτος), αυτός που στρέφεται προς βορρά, σε Στράβ.