προσιτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(35)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσιτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή [[κορυφή]]» β. «προσιτή [[ακτή]]» γ. «[[οὔτε]] προσιτὸ [[εἶναι]] τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, [[φθηνός]] («προσιτά βιβλία»)<br />β) (για [[τιμή]]) [[χαμηλός]] («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για χαρακτήρα) [[ήρεμος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσειμι]], <b>πρβλ.</b> [[εἶμι]]: [[ἰτός]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[προσιτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή [[κορυφή]]» β. «προσιτή [[ακτή]]» γ. «[[οὔτε]] προσιτὸ [[εἶναι]] τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, [[φθηνός]] («προσιτά βιβλία»)<br />β) (για [[τιμή]]) [[χαμηλός]] («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για χαρακτήρα) [[ήρεμος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσειμι]], <b>πρβλ.</b> [[εἶμι]]: [[ἰτός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσῐτός:''' доступный: τὸ [[ἦθος]] [[οὐδαμῇ]] προσιτόν Plut. неприступно-суровая нравственность, неподкупность.
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῐτός Medium diacritics: προσιτός Low diacritics: προσιτός Capitals: ΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: prositós Transliteration B: prositos Transliteration C: prositos Beta Code: prosito/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A approachable, of places, Str.6.2.8, J.BJ3.7.7; τὸ π. τοῦ τείχους ib.3.7.8.    II of character, ἦθος π. Plu.Phil. 15.

German (Pape)

[Seite 767] adj. verb. zu πρόσειμι, zugänglich, Plut. Philop. 15.

Greek (Liddell-Scott)

προσῐτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible.
Étymologie: πρόσειμι².

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσιτός, -ή, -όν, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός («προσιτά βιβλία»)
β) (για τιμή) χαμηλός («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)
αρχ.
(για χαρακτήρα) ήρεμος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσειμι, πρβλ. εἶμι: ἰτός].

Russian (Dvoretsky)

προσῐτός: доступный: τὸ ἦθος οὐδαμῇ προσιτόν Plut. неприступно-суровая нравственность, неподкупность.