προσπασσαλεύω: Difference between revisions
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. [[προσπατταλεύω]] Α<br /><b>1.</b> [[καρφώνω]] [[κάτι]] [[στερεά]] («σανίδας προσπασσαλεύσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] στον τοίχο με [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πασσαλεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[πάσσαλος]])]. | |mltxt=και αττ. τ. [[προσπατταλεύω]] Α<br /><b>1.</b> [[καρφώνω]] [[κάτι]] [[στερεά]] («σανίδας προσπασσαλεύσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] στον τοίχο με [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πασσαλεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[πάσσαλος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσπᾰσσαλεύω:''' Αττ. προσ-παττ-, μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καρφώνω]] [[σταθερά]] σ' ένα [[σημείο]], <i>τινά τινι</i>, σε Αισχύλ.· [[πρός]] τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, <i>[[σανίδα]] προσπασσαλεύσαντες</i> (ενν. [[αὐτῷ]]), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καρφώνω]] ή [[κρεμώ]] πάνω σε πάσσαλο, <i>τὸν τρίποδα</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. προσπαττ-,
A nail fast to, σε τῷδε . . πάγῳ A.Pr.20; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.Pl.943; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—Pass., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας . . προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25. II nail up or hang upon a peg, τὸν τρίποδα Hdt.1.144:—Pass., Cratin.164.
German (Pape)
[Seite 776] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ οἰκία τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσπᾰσσαλεύω: Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ προσηλόω, καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ μέτωπον Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος, προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, ἀκίνητος, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21.
French (Bailly abrégé)
1 clouer contre : τινά τινι qqn contre qch ; τι πρός τι une chose contre une autre;
2 suspendre à un clou, à une patère, etc., acc..
Étymologie: πρός, πασσαλεύω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. προσπατταλεύω Α
1. καρφώνω κάτι στερεά («σανίδας προσπασσαλεύσαντες», Ηρόδ.)
2. κρεμώ κάτι στον τοίχο με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πασσαλεύω (< πάσσαλος)].
Greek Monotonic
προσπᾰσσαλεύω: Αττ. προσ-παττ-, μέλ. -σω,
I. καρφώνω σταθερά σ' ένα σημείο, τινά τινι, σε Αισχύλ.· πρός τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ενν. αὐτῷ), σε Ηρόδ.
II. καρφώνω ή κρεμώ πάνω σε πάσσαλο, τὸν τρίποδα, στον ίδ.