προσπλάσσω: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», <b>Ευστ.</b> Πον.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[πλάθω]] [[κάτι]] προσκολλώντας το [[πάνω]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>προσπλάσσομαι</i><br />α) εφαρμόζομαι ως [[έμπλαστρο]]<br />β) αλείφομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]], επαλείφομαι<br />γ) προσκολλώμαι [[κάπου]]<br />δ) (για το [[σώμα]]) αυξάνομαι [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάσσω]] «[[πλάθω]]»]. | |mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδίδω]] σε κάποιον [[κάτι]] («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», <b>Ευστ.</b> Πον.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]], [[πλάθω]] [[κάτι]] προσκολλώντας το [[πάνω]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[αυξάνω]] [[κάτι]] επιπροσθέτως<br /><b>3.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>προσπλάσσομαι</i><br />α) εφαρμόζομαι ως [[έμπλαστρο]]<br />β) αλείφομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]], επαλείφομαι<br />γ) προσκολλώμαι [[κάπου]]<br />δ) (για το [[σώμα]]) αυξάνομαι [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάσσω]] «[[πλάθω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσπλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-άσω</i>, [[πλάθω]] ή [[σχηματίζω]] πάνω σε — Παθ., μτχ. παρακ., <i>νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι</i>, φωλιές που σχηματίστηκαν από πηλό και προσκολλήθηκαν σε απόκρημνα όρη, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. προσπλάττω,
A form or mould upon, in Pass., νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι ὄρεσι nests formed of clay and attached to precipitous mountains, Hdt.3.111; to be applied as a plaster, Hp.VM15; to be smeared upon, prob. in Aen.Tact.22.25; adhere to, Alex.Trall.7.7:—Act., τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ Plu.2.433b: metaph., τοὺς τόκους ib.831a. II increase, in Pass., of the body, increase by continued growth, Gal.4.541: metaph., to be added, ποτεπλάσθη, of Berenice as a fourth Χάρις, Call.Epigr.52.
German (Pape)
[Seite 778] att. -ττω, daran bilden, machen, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, Her. 3, 111, u. einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσπλάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -άσω, πλάττω ἢ σχηματίζω ἐπί τινος, νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, πεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ καὶ προσκεκολλημέναι εἰς ἀπόκρημνα ὄρη, Ἡρόδ. 3. 111· προσπλάττειν τινί τι Πλούτ. 2. 433Β· τῷ μύρμηκι λέοντος ἀλκὴν Εὐστ. Πονημ. 332. 32. ΙΙ. αὐξάνω, τοὺς τόκους Πλούτ. 2. 831Α· - Παθ., ἐπὶ τοῦ σώματος, αὐξάνομαι διὰ συνεχοῦς αὐξήσεως, Γαλην.· πρ. πρός τινι, προστίθεμαι εἰς..., Καλλ. Ἐπιγράμμ. 54.
French (Bailly abrégé)
1 appliquer à, ajuster à, fixer à, avec πρός τινι;
2 ajouter à : τοὺς τόκους αὐτοῖς PLUT accumuler les intérêts ou les revenus;
3 particul. t. de méd. mouler par-dessus ; appliquer un emplâtre, un plâtre sur.
Étymologie: πρός, πλάσσω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. προσπλάττω Α
μσν.
προσδίδω σε κάποιον κάτι («τί τῷ μύρμηκι λέοντος προσπλάττεις ἀλκήν», Ευστ. Πον.)
αρχ.
1. κατασκευάζω, πλάθω κάτι προσκολλώντας το πάνω σε άλλο
2. αυξάνω κάτι επιπροσθέτως
3. προσθέτω
4. παθ. προσπλάσσομαι
α) εφαρμόζομαι ως έμπλαστρο
β) αλείφομαι πάνω σε κάτι, επαλείφομαι
γ) προσκολλώμαι κάπου
δ) (για το σώμα) αυξάνομαι συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πλάσσω «πλάθω»].
Greek Monotonic
προσπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -άσω, πλάθω ή σχηματίζω πάνω σε — Παθ., μτχ. παρακ., νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι, φωλιές που σχηματίστηκαν από πηλό και προσκολλήθηκαν σε απόκρημνα όρη, σε Ηρόδ.