προταμιεύω: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ταμιεύω]]<br /><b>1.</b> [[αποθηκεύω]] εκ τών προτέρων, [[τοποθετώ]] από [[πριν]] σε [[αποθήκη]]<br /><b>2.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] έτοιμο για [[χρήση]]. | |mltxt=Α [[ταμιεύω]]<br /><b>1.</b> [[αποθηκεύω]] εκ τών προτέρων, [[τοποθετώ]] από [[πριν]] σε [[αποθήκη]]<br /><b>2.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] έτοιμο για [[χρήση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προτᾰμιεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποταμιεύω]] εκ των προτέρων, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:21, 30 December 2018
English (LSJ)
A lay in beforehand, Luc.Salt.61.
German (Pape)
[Seite 790] auch als dep. med., vorher einsammeln, in Bereitschaft halten; προτεταμιευμένα neben προπεπορισμένα, Luc. de salt. 61; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προτᾰμιεύω: ταμιεύω ἐκ τῶν προτέρων, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 61.
French (Bailly abrégé)
faire d’avance des provisions, faire des réserves.
Étymologie: πρό, ταμιεύω.
Greek Monolingual
Α ταμιεύω
1. αποθηκεύω εκ τών προτέρων, τοποθετώ από πριν σε αποθήκη
2. διατηρώ κάτι έτοιμο για χρήση.
Greek Monotonic
προτᾰμιεύω: μέλ. -σω, αποταμιεύω εκ των προτέρων, σε Λουκ.