Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προχοή: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(35)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[προχέω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ προχοαί</i><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἐς ποταμοῡ προχοάς», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερχείλιση]]<br /><b>3.</b> σπονδές<br /><b>4.</b> ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῡ προχοαῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακρωτήριο]]<br /><b>6.</b> [[προβλήτα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — [[εκκένωση]] του αμνιακού υγρού.
|mltxt=ἡ, Α [[προχέω]]<br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ προχοαί</i><br /><b>1.</b> [[στόμιο]], εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», <b>Πίνδ.</b><br />β. «ἐς ποταμοῡ προχοάς», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπερχείλιση]]<br /><b>3.</b> σπονδές<br /><b>4.</b> ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῡ προχοαῑς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακρωτήριο]]<br /><b>6.</b> [[προβλήτα]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — [[εκκένωση]] του αμνιακού υγρού.
}}
{{elnl
|elnltext=προχοή -ῆς, ἡ [προχέω] meestal plur. monding.
}}
}}

Revision as of 11:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχοή Medium diacritics: προχοή Low diacritics: προχοή Capitals: ΠΡΟΧΟΗ
Transliteration A: prochoḗ Transliteration B: prochoē Transliteration C: prochoi Beta Code: proxoh/

English (LSJ)

(A), ἡ, (προχέω) poet. noun, almost always pl.,

   A outpouring, i.e. mouth, of a river, ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Il.17.263; ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.453; ἐν προχοῇς ποταμοῦ 11.242; ἐν προχοῇς . . Ὠκεανοῖο 20.65; Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Pi.P.4.20, cf. Anacr. 28 codd., B.6.3, A.Supp.1025 (lyr.), Ar.Nu.272, Theoc.Chius in FHG ii 86, Call.Fr.480, etc.; θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ π. A.Fr.192.8 (anap.); ὕδατος προχοὰς χειμερίους AP9.147 (Antag.): sg. is dub. l. in Hes.Op. 757; προχοὴ τῶν ὑδάτων discharge of amniotic fluid, Cat.Cod.Astr.8(4).127.    2 overflow, flood, A.R.4.271 (pl.).    3 = πρόχωσις, promontory, Archestr.Fr.40 codd.Ath. (sed leg. προβολαῖσι).    II libations, IG14.1595, Porph.Marc.23, Epigr.Gr.312.16 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 799] ἡ, der Erguß, Ausfluß eines Stromes; ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο, Il. 17, 263; ἐς ποταμοῦ προχοάς, Od. 5, 453; 11, 242. 20, 65; immer im plur., wie H. h. Apoll. 383 u. Pind. ἐν προχοαῖς λίμνης, P. 4, 20; Aesch. Suppl. 1005; Νείλου, Ar. Nub. 273; sp. D., wie Theocr. 4, 31; Antiphan. 7 (IX, 258); πέδιλον ἐνισχόμενον προχοῇσιν, Ap. Rh. 1, 11, wo der Schol. erkl. οἱ τόποι, καθ' οὓς οἱ ποταμοὶ συμβάλλονται τῇ θαλάσσῃ; – im sing. Hes. O. 759; – Νείλου πενταπόροις προχοαῖς, D. Per. 301.

Greek (Liddell-Scott)

προχοή: ἡ, (προχέω) ποιητικ. ὄνομα, σχεδὸν ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐκβολαὶ (ποταμοῦ), ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο Ἰλ. Ν. 263· ἐς ποταμοῦ προχοὰς Ὀδ. Ε. 453· ἐν προχοῇς ποταμοῦ Α. 242· ἐν προχοῇς… Ὠκεανοῖο (διότι ὁ Ὠκεανὸς ἦν ποταμὸς καθ’ Ὅμηρον) Υ. 65· Τριτωνίδος ἐν προχοαῖς λίμνας Πινδ. Π. 4. 35, πρβλ. Ἀνακρ. 27, Σιμωνίδ. 180, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1025, Ἀποσπ. 795, Ἀριστοφ. Νεφ. 272· θερμαῖς ὕδατος μαλακοῦ πρ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192· ― τὸ ἑνικὸν παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 755. 2) = πρόχυσις, ἀκρωτήριον, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 314Ε. ΙΙ. σπονδή, λοιβή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 619. 4, πρβλ. 312. 16.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
embouchure d’un fleuve ; bord, rivage de la mer, propr. sol qu’inonde la marée montante.
Étymologie: προχέω.

English (Autenrieth)

(χέω): only pl., out-pourings, mouth of a river, stream, Od. 20.65.

Greek Monolingual

ἡ, Α προχέω
συν. στον πληθ. αἱ προχοαί
1. στόμιο, εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», Πίνδ.
β. «ἐς ποταμοῡ προχοάς», Ομ. Οδ.
γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. υπερχείλιση
3. σπονδές
4. ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῡ προχοαῑς», Αισχύλ.)
5. ακρωτήριο
6. προβλήτα
7. φρ. «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — εκκένωση του αμνιακού υγρού.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προχοή -ῆς, ἡ [προχέω] meestal plur. monding.