πυραύστης: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[έντομο]] που [[πετά]] [[γύρω]] από το [[λυχνάρι]] και τελικά καίγεται, [[πιθανώς]] η [[πεταλούδα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[δέδοικα]] [[μῶρον]] [[κάρτα]] πυραύστου [[μόρον]]» — λεγόταν για όσους προξενούν [[ζημιά]] ή [[βλάβη]] στους εαυτούς τους (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αύστης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὔω</i> «[[ανάβω]] [[φωτιά]]»)].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[έντομο]] που [[πετά]] [[γύρω]] από το [[λυχνάρι]] και τελικά καίγεται, [[πιθανώς]] η [[πεταλούδα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[δέδοικα]] [[μῶρον]] [[κάρτα]] πυραύστου [[μόρον]]» — λεγόταν για όσους προξενούν [[ζημιά]] ή [[βλάβη]] στους εαυτούς τους (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αύστης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὔω</i> «[[ανάβω]] [[φωτιά]]»)].
}}
{{elru
|elrutext='''πῡραύστης:''' ου ὁ [[αὔω]] I] летящий на огонь мотылек Aesch., Arst.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡραύστης Medium diacritics: πυραύστης Low diacritics: πυραύστης Capitals: ΠΥΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: pyraústēs Transliteration B: pyraustēs Transliteration C: pyraystis Beta Code: purau/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (αὔω (A))

   A moth that gets singed in the candle, δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον A.Fr.288, cf. Arist.HA605b11, Ael. NA12.8.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, die Lichtmotte; Arist. H. A. 8, 27; Aesch. frg. 298, μῶρος πυραύστου μόρος, woraus Tzetz. zu Lycophr. 83 ein Wort machte, πυραυστουμόρος, der Lichtmottentod.

Greek (Liddell-Scott)

πῡραύστης: -ου, ὁ, (αὔω) ὁ ἠπίολος, «πεταλοῦδα» περὶ τὸν λύχνον πετομένη καὶ καιομένη, «πτηνόν ἐστι ζωΰφιον, ὃ προσιπτάμενον τοῖς λύχνοις, καὶ δοκοῦν ἅπτεσθαι τοῦ πυρός, κατακαίεται· μέμνηται καὶ αὐτοῦ Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 303) εἰπὼν δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον, εἴρηται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς προξενούντων ἀπώλειαν» Ζηνόβ. 5, 79, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 2, Αἰλ. π. Ζ. 12. 8. [Τὴν λέξιν νομίζουσιν ὕποπτον ὡς ἐκ τῆς μακρότητος τοῦ ῡ· ἴδε ἐν λ. πῦρ].

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. έντομο που πετά γύρω από το λυχνάρι και τελικά καίγεται, πιθανώς η πεταλούδα
2. παροιμ. φρ. «δέδοικα μῶρον κάρτα πυραύστου μόρον» — λεγόταν για όσους προξενούν ζημιά ή βλάβη στους εαυτούς τους (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -αύστης (< αὔω «ανάβω φωτιά»)].

Russian (Dvoretsky)

πῡραύστης: ου ὁ αὔω I] летящий на огонь мотылек Aesch., Arst.