ῥακόεις: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[κουρέλι]] ή ο [[γεμάτος]] κουρέλια, ο κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
|mltxt=-έσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[κουρέλι]] ή ο [[γεμάτος]] κουρέλια, ο κουρελιασμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾰκόεις:''' -εσσα, -εν,<br /><b class="num">I.</b> [[κουρελής]], σχισμένος, κουρελιασμένος, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ῥαγόεις]], ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, τσαλακωμένος, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰκόεις Medium diacritics: ῥακόεις Low diacritics: ρακόεις Capitals: ΡΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: rhakóeis Transliteration B: rhakoeis Transliteration C: rakoeis Beta Code: r(ako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A ragged, torn, tattered, AP6.21.    II (ῥάκος 11) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 833] εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγωγόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰκόεις: εσσα, εν, ῥακώδης, ἐσχισμένος, «κουρελιασμένος», Ἀνθ. Π. 6. 21. ΙΙ. ὡς τὸ ῥαγόεις, ἐρρυτιδωμένος, αὐτόθι 11. 66.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
déchiré :
1 déguenillé;
2 sillonné de rides, ridé.
Étymologie: ῥάκος.

Greek Monolingual

-έσσα, -εν, Α
1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος
2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ῥᾰκόεις: -εσσα, -εν,
I. κουρελής, σχισμένος, κουρελιασμένος, σε Ανθ.
II. όπως το ῥαγόεις, ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, τσαλακωμένος, στον ίδ.