ράχος: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥάχος]], ΝΜΑ, και ῥᾱχος, ή, και [[ῥαχός]], ή, και ιων. τ. [[ῥηχός]], ἡ, ΜΑ<br />[[ακανθώδης]] [[θάμνος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φράχτης]] από αγκαθωτά κλαδιά<br /><b>2.</b> κλαδιά και φύλλα [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] σαμαριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βέργα]] του αμπελιού που χρησιμοποιείται για [[καταβολάδα]]<br /><b>2.</b> (στην Τροιζήνα) η [[αγριελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥᾱχός</i> / [[ῥηχός]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>wrăgh</i>-/ <i>wr</i><i>ā</i><i>gh</i>- «[[αγκάθι]], [[μύτη]]» της λ. [[ῥάχις]] και εμφανίζει μακρό φωνηεντισμό -<i>ᾱ</i>-. Ο τ. [[ῥάχος]] με -<i>ᾰ</i>- και αναβιβασμό του τόνου [[κατά]] το [[ῥάχις]] (<b>βλ. λ.</b> [[ράχη]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥάχος]], ΝΜΑ, και ῥᾱχος, ή, και [[ῥαχός]], ή, και ιων. τ. [[ῥηχός]], ἡ, ΜΑ<br />[[ακανθώδης]] [[θάμνος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φράχτης]] από αγκαθωτά κλαδιά<br /><b>2.</b> κλαδιά και φύλλα [[κατάλληλα]] για την [[κατασκευή]] σαμαριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[βέργα]] του αμπελιού που χρησιμοποιείται για [[καταβολάδα]]<br /><b>2.</b> (στην Τροιζήνα) η [[αγριελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥᾱχός</i> / [[ῥηχός]] ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>wrăgh</i>-/ <i>wr</i><i>ā</i><i>gh</i>- «[[αγκάθι]], [[μύτη]]» της λ. [[ῥάχις]] και εμφανίζει μακρό φωνηεντισμό -<i>ᾱ</i>-. Ο τ. [[ῥάχος]] με -<i>ᾰ</i>- και αναβιβασμό του τόνου [[κατά]] το [[ῥάχις]] (<b>βλ. λ.</b> [[ράχη]])].<br /> <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ῥάχη]]<br />ἀπορραχίσματα καὶ ἀποσπάσματα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[άλλος]] τ. της λ. [[ῥάχις]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥάχος, ΝΜΑ, και ῥᾱχος, ή, και ῥαχός, ή, και ιων. τ. ῥηχός, ἡ, ΜΑ
ακανθώδης θάμνος
μσν.-αρχ.
1. φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά
2. κλαδιά και φύλλα κατάλληλα για την κατασκευή σαμαριών
αρχ.
1. η βέργα του αμπελιού που χρησιμοποιείται για καταβολάδα
2. (στην Τροιζήνα) η αγριελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥᾱχός / ῥηχός ανάγεται στη ρίζα wrăgh-/ wrāgh- «αγκάθι, μύτη» της λ. ῥάχις και εμφανίζει μακρό φωνηεντισμό -ᾱ-. Ο τ. ῥάχος με -ᾰ- και αναβιβασμό του τόνου κατά το ῥάχις (βλ. λ. ράχη)].
(II)
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥάχη
ἀπορραχίσματα καὶ ἀποσπάσματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. της λ. ῥάχις.