ρύμη: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(36)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥύμη]], ΝΑ, και [[ρύμνη]], Ν<br /><b>1.</b> η [[δύναμη]], η [[ορμή]] με την οποία κινείται [[κάτι]], η [[φόρα]] («πτερύγων [[ρύμη]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> στενή [[οδός]], [[σοκάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μηχανολ.)</b> η κινητική [[ενέργεια]] κινούμενου σώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «στη [[ρύμη]] του λόγου του» — [[κατά]] τη γρήγορη [[αλληλουχία]] τών φράσεών του, [[καθώς]] κυλούσε γοργά ο [[λόγος]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η βίαιη [[επίθεση]] στρατιωτών, [[έφοδος]]<br /><b>2.</b> [[ροπή]]<br /><b>3.</b> το ρωμαϊκό [[στρατόπεδο]]<br /><b>4.</b> [[ρωγμή]], [[σχισμή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[ῥύμη]] τῆς τύχης» — η [[μεταβολή]] της τύχης<br />β) «ἡ [[ῥύμη]] τῆς ὀργῆς» — η [[σφοδρότητα]] της οργής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ.<i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γνώ</i>-<i>μη</i>, <i>τι</i>-<i>μή</i>)].
|mltxt=η / [[ῥύμη]], ΝΑ, και [[ρύμνη]], Ν<br /><b>1.</b> η [[δύναμη]], η [[ορμή]] με την οποία κινείται [[κάτι]], η [[φόρα]] («πτερύγων [[ρύμη]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> στενή [[οδός]], [[σοκάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μηχανολ.)</b> η κινητική [[ενέργεια]] κινούμενου σώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «στη [[ρύμη]] του λόγου του» — [[κατά]] τη γρήγορη [[αλληλουχία]] τών φράσεών του, [[καθώς]] κυλούσε γοργά ο [[λόγος]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η βίαιη [[επίθεση]] στρατιωτών, [[έφοδος]]<br /><b>2.</b> [[ροπή]]<br /><b>3.</b> το ρωμαϊκό [[στρατόπεδο]]<br /><b>4.</b> [[ρωγμή]], [[σχισμή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ [[ῥύμη]] τῆς τύχης» — η [[μεταβολή]] της τύχης<br />β) «ἡ [[ῥύμη]] τῆς ὀργῆς» — η [[σφοδρότητα]] της οργής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ.<i>ῥῡ</i>- του [[ἐρύω]] «[[σύρω]], [[τραβώ]]» [<b>βλ. λ.</b> [[ἐρύω]] (Ι)] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γνώ</i>-<i>μη</i>, <i>τι</i>-<i>μή</i>)].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ὁρμή]], [[φορά]], σοκάκι). Ἀπό τό [[ρέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:25, 14 October 2022

Greek Monolingual

η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν
1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.)
2. στενή οδός, σοκάκι
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) η κινητική ενέργεια κινούμενου σώματος
2. φρ. «στη ρύμη του λόγου του» — κατά τη γρήγορη αλληλουχία τών φράσεών του, καθώς κυλούσε γοργά ο λόγος του
αρχ.
1. η βίαιη επίθεση στρατιωτών, έφοδος
2. ροπή
3. το ρωμαϊκό στρατόπεδο
4. ρωγμή, σχισμή
5. φρ. α) «ἡ ῥύμη τῆς τύχης» — η μεταβολή της τύχης
β) «ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς» — η σφοδρότητα της οργής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ.ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μη (πρβλ. γνώ-μη, τι-μή)].

Mantoulidis Etymological

(=ὁρμή, φορά, σοκάκι). Ἀπό τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.