σκαμβός: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(37)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κυρτός]], [[στραβός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη [[γωνία]] ανοιχτή [[προς]] τα [[μέσα]], [[ραιβός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ηθικά διεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκάζω]] [Ι], [[σκάπτω]]) και [[επίθημα]] -<i>μβος</i> (<b>πρβλ.</b> τις συγγενείς σημασιολογικά λ. <i>κλα</i>-<i>μβός</i>, <i>κρά</i>-<i>μβος</i>). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. [[σκάζω]] (Ι) «[[χωλαίνω]]» ή με το ρ. [[κάμπτω]].
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[κυρτός]], [[στραβός]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη [[γωνία]] ανοιχτή [[προς]] τα [[μέσα]], [[ραιβός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ηθικά διεστραμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκάζω]] [Ι], [[σκάπτω]]) και [[επίθημα]] -<i>μβος</i> (<b>πρβλ.</b> τις συγγενείς σημασιολογικά λ. <i>κλα</i>-<i>μβός</i>, <i>κρά</i>-<i>μβος</i>). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. [[σκάζω]] (Ι) «[[χωλαίνω]]» ή με το ρ. [[κάμπτω]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">crooked, bandy-legged</b> (LXX, hell. pap., Gal.),<br />Derivatives: <b class="b3">σκαμβό-πους</b> <b class="b2">with crooked feet</b> (Ps.-Archyt.), <b class="b3">σκαμβόομαι</b> <b class="b2">to curve</b> (Aq.). Further in H.: <b class="b3">σκάμβυκες σκόλοπες</b>, <b class="b3">χάρακες</b> (as <b class="b3">θρῆνυξ</b> a. o.); <b class="b3">σκαμβάλυξ σκαμβός</b>, <b class="b3">στρεβλός</b> (as if from <b class="b3">*σκαμβαλος</b>; cf. <b class="b3">βαύκαλος</b> a. o.; <b class="b3">ταρβάλυξ</b>, <b class="b3">φεψάλυξ</b> a. o.); <b class="b3">σκαμβηρίζοντες ὀλισθαίνοντες</b> (: <b class="b3">*σκαμβηρός</b> like <b class="b3">ὀλισθηρός</b> a. o.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)<br />Etymology: Popular formation with <b class="b3">α-</b>vowel and <b class="b3">β-</b>suffix like <b class="b3">κλαμβός</b>, <b class="b3">θραμβός</b>; cf. further <b class="b3">σκιμβός</b>, <b class="b3">λιμβός</b>, <b class="b3">λομβός</b> and several other words not frequently found in literature (Chantraine Form. 260 ff., Schwyzer 496). For such a word one should not look for a straight genealogy. Inside Greek one thinks with Ehrlich Sprachgesch. 15 best of <b class="b3">σκάζω</b> (semantic doubts in WP. 2, 539); under non-Greek words Fick 2, 78 f. adduced OIr. [[camm]] [[crooked]], Gaul. PN <b class="b2">Cambo-dūnum</b>, so that one compares also the family of <b class="b3">κάμπτω</b>. Further combinations of varying value in WP. l.c., Pok. 918, W.-Hofmann s. [[cambiō]] and [[campus]] w. rich lit.; further to it Machek Ling. Posn. 5, 61. -- Cross of <b class="b3">σκάζω</b> with the very rare <b class="b3">σκιμβός</b> (Sommer Sprachgesch. u. Wortbed. 426) is not probable. -- The word is clearly Pre-Greek (suff. <b class="b3">-υκ-</b>, <b class="b3">-αλ-</b>); or does Celt. <b class="b2">camb-</b> points to a Eur. substratum?
}}
}}

Revision as of 06:35, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβός Medium diacritics: σκαμβός Low diacritics: σκαμβός Capitals: ΣΚΑΜΒΟΣ
Transliteration A: skambós Transliteration B: skambos Transliteration C: skamvos Beta Code: skambo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A crooked, bent, σ. ξύλον οὐδέποτ' ὀρθόν 'there's no straightening a crooked billet', Macar.7.69; of a cow's horns, dub. rest. in PBaden 19.5 (ii A.D.); esp. bent asunder, bow, of the legs, opp. βλαισός, Gp.19.2.1 (Comp.), cf. Gal.14.793, Hippiatr.102: metaph., καρδία σ. LXX Ps.100(101).3.

German (Pape)

[Seite 888] krumm, gebogen, bes. aus einander gebogen, von den Beinen, das lat. varus, Geop. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβός: -ή, -όν, στραβός, κεκαμμένος, «στρεβλὸς» Ἡσύχ., σκ. ξύλον οὐδέποτ’ ὀρθὸν Παροιμιογρ.· μάλιστα δὲ ὁ κεκαμμένος κατ’ ἀναντίαν διεύθυνσιν, ἀντίθετον τῷ βλαισός, Γεωπ. 19. 2, 1· - μεταφορ., σκ. καρδία Ἑβδ. (Ψαλμ. Ρ΄, 4). - Ὁ Ἡσύχ. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει σκαμβάλυξ = σκαμβός, σκαμβάς = πόρνη, σκαμβυξ = σκόλοψ, χάραξ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
1. κυρτός, στραβός
2. (ιδίως για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη γωνία ανοιχτή προς τα μέσα, ραιβός
3. μτφ. ηθικά διεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκάζω [Ι], σκάπτω) και επίθημα -μβος (πρβλ. τις συγγενείς σημασιολογικά λ. κλα-μβός, κρά-μβος). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. σκάζω (Ι) «χωλαίνω» ή με το ρ. κάμπτω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: crooked, bandy-legged (LXX, hell. pap., Gal.),
Derivatives: σκαμβό-πους with crooked feet (Ps.-Archyt.), σκαμβόομαι to curve (Aq.). Further in H.: σκάμβυκες σκόλοπες, χάρακες (as θρῆνυξ a. o.); σκαμβάλυξ σκαμβός, στρεβλός (as if from *σκαμβαλος; cf. βαύκαλος a. o.; ταρβάλυξ, φεψάλυξ a. o.); σκαμβηρίζοντες ὀλισθαίνοντες (: *σκαμβηρός like ὀλισθηρός a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Popular formation with α-vowel and β-suffix like κλαμβός, θραμβός; cf. further σκιμβός, λιμβός, λομβός and several other words not frequently found in literature (Chantraine Form. 260 ff., Schwyzer 496). For such a word one should not look for a straight genealogy. Inside Greek one thinks with Ehrlich Sprachgesch. 15 best of σκάζω (semantic doubts in WP. 2, 539); under non-Greek words Fick 2, 78 f. adduced OIr. camm crooked, Gaul. PN Cambo-dūnum, so that one compares also the family of κάμπτω. Further combinations of varying value in WP. l.c., Pok. 918, W.-Hofmann s. cambiō and campus w. rich lit.; further to it Machek Ling. Posn. 5, 61. -- Cross of σκάζω with the very rare σκιμβός (Sommer Sprachgesch. u. Wortbed. 426) is not probable. -- The word is clearly Pre-Greek (suff. -υκ-, -αλ-); or does Celt. camb- points to a Eur. substratum?