Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυτοδέψης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκυτόδεψος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], [[μπαλωματής]] («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέψος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]]), <b>πρβλ.</b> <i>βυρσο</i>-[[δέψης]]].
|mltxt=και [[σκυτόδεψος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]], [[μπαλωματής]] («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέψος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]]), <b>πρβλ.</b> <i>βυρσο</i>-[[δέψης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῡτοδέψης:''' -ου, ὁ ([[δέφω]], μέλ. [[δέψω]]), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]], σε Θεόφρ.· ομοίως, <i>σκῡτόδεψος</i>, <i>ὁ</i>, σε Πλάτ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοδέψης Medium diacritics: σκυτοδέψης Low diacritics: σκυτοδέψης Capitals: ΣΚΥΤΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skytodépsēs Transliteration B: skytodepsēs Transliteration C: skytodepsis Beta Code: skutode/yhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A leatherdresser, currier, Thphr.Char.16.6, HP3.18.5, Plu.Num.17 (gen. pl.), Luc.Vit.Auct.11; cf. σκυλοδέψης.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, Ledergerber, Theophr., Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοδέψης: -ον, ὁ, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Θεοφρ. Χαρακτ. 17, Πλουτ. Νουμ. 17· πρβλ. σκυλοδέψης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σκυτοδεψός.

Greek Monolingual

και σκυτόδεψος, ὁ, Α
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης
2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -δέψης / -δέψος (< δέφω / δέψω), πρβλ. βυρσο-δέψης].

Greek Monotonic

σκῡτοδέψης: -ου, ὁ (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Θεόφρ.· ομοίως, σκῡτόδεψος, , σε Πλάτ., Λουκ.