σμιλίον: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σμηλίον]], τὸ, Α [[σμίλη]]<br />(υποκορ. του [[σμίλη]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] κολλυρίου<br /><b>2.</b> [[κοπίδι]] υποδηματοποιοῡ, [[φαλτσέτα]]<br /><b>3.</b> [[κοντυλομάχαιρο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἰατρικὸν [[σμιλίον]]» <br />α) [[χειρουργική]] [[γλυφίδα]]<br />β) [[είδος]] δραστικοῡ φαρμάκου.
|mltxt=και [[σμηλίον]], τὸ, Α [[σμίλη]]<br />(υποκορ. του [[σμίλη]])<br /><b>1.</b> [[είδος]] κολλυρίου<br /><b>2.</b> [[κοπίδι]] υποδηματοποιοῡ, [[φαλτσέτα]]<br /><b>3.</b> [[κοντυλομάχαιρο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἰατρικὸν [[σμιλίον]]» <br />α) [[χειρουργική]] [[γλυφίδα]]<br />β) [[είδος]] δραστικοῡ φαρμάκου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σμῑλίον:''' τό, υποκορ. του [[σμίλη]], Λατ. [[scalpellum]], [[σκαρπέλο]], [[κοπίδι]], [[νυστέρι]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλίον Medium diacritics: σμιλίον Low diacritics: σμιλίον Capitals: ΣΜΙΛΙΟΝ
Transliteration A: smilíon Transliteration B: smilion Transliteration C: smilion Beta Code: smili/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σμίλη, ἰατρικὸν σ.

   A scalpel, Plu. 2.60a, cf. S.E. M.9.207, Dsc.Eup.1.44; of a drug producing the same effect, Paul. Aeg.3.23.13, 7.17.12; of an eye-salve, written zmilion, Cels.6.6.18.    2 shoemaker's knife, Luc.Gall.26; penknife, written σμηλίον, POxy.326 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 911] τό, dim. vom Vorigen, scalpellum; Luc. Gall. 26; S. Emp. adv. phys. 1, 207.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑλίον: τό, ὑποκρ. τοῦ σμίλη, Λατ. scalpellum, Πλούτ. 2. 60Α, Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit bistouri, petit scalpel.
Étymologie: σμίλη.

Greek Monolingual

και σμηλίον, τὸ, Α σμίλη
(υποκορ. του σμίλη)
1. είδος κολλυρίου
2. κοπίδι υποδηματοποιοῡ, φαλτσέτα
3. κοντυλομάχαιρο
4. φρ. «ἰατρικὸν σμιλίον»
α) χειρουργική γλυφίδα
β) είδος δραστικοῡ φαρμάκου.

Greek Monotonic

σμῑλίον: τό, υποκορ. του σμίλη, Λατ. scalpellum, σκαρπέλο, κοπίδι, νυστέρι, σε Λουκ.