στασιωτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στασιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί σε [[στάση]] («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[διάθεση]] για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στασιώτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί σε [[στάση]] («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κλίση]] ή [[διάθεση]] για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''στᾰσιωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που παρουσιάζει την [[ροπή]] να δημιουργεί φατρίες ή να υποκινεί εξεγέρσεις, [[επαναστατικός]], [[στασιαστικός]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰσιωτικός Medium diacritics: στασιωτικός Low diacritics: στασιωτικός Capitals: ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stasiōtikós Transliteration B: stasiōtikos Transliteration C: stasiotikos Beta Code: stasiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to faction, seditious, κατὰ τὸ σ. Th.4.130; καιροί Id.7.57; λόγοι Id.8.92; -κὸν τὸ μὴ ὁμόφυλον Arist.Pol. 1303a25. Adv. -κῶς Pl.Phdr.263a, Arist.Pol.1306a38 (v.l. for -αστικῶς).

German (Pape)

[Seite 930] zu einer Partei od. Faktion gehörig, aufrührerisch, καιρός Thuc. 7, 57, u. Sp. – Adv., Arist. pol. 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰσιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κλίσιν ἢ διάθεσιν πρὸς στάσεις, στασιαστικός, κατὰ τὸ στ. Θουκ. 4. 130· καιρὸς 7. 57· λόγοι 8. 92. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 6, 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux ; τὸ στασιωτικόν THC caractère d’une sédition.
Étymologie: στασιώτης.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στασιώτης
1. αυτός που υποκινεί σε στάση («πολλών και στασιωτικῶν λόγων καὶ ὑποψιῶν προσγενομένων», Θουκ.)
2. αυτός που έχει κλίση ή διάθεση για στάσεις, για εξεγέρσεις («στρασιωτικὸν τὸν μὴ ὁμόφυλον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

στᾰσιωτικός: -ή, -όν, αυτός που παρουσιάζει την ροπή να δημιουργεί φατρίες ή να υποκινεί εξεγέρσεις, επαναστατικός, στασιαστικός, σε Θουκ.