σταματώ: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(38) |
m (Text replacement - "-<i>ατος]]" to "-ατος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σταματῶ, -άω, ΝΜ, και [[σταματίζω]] Ν [[στάμα]], - | |mltxt=σταματῶ, -άω, ΝΜ, και [[σταματίζω]] Ν [[στάμα]], -ατος<br /><b>(αμτβ.)</b> [[παύω]] να κινούμαι, να [[λειτουργώ]], να [[ενεργώ]] (α. «το [[ρολόι]] σταμάτησε» β. «σταμάτησε η [[βροχή]]» γ. «σταμάτησε η [[καρδιά]] του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[κάνω]] κάποιον να παύσει να κινείται, να λειτουργεί, να ενεργεί (α. «μέ σταμάτησε στον δρόμο να μού ζητήσει δανεικά» β. «σταμάτησα το [[νερό]]»)<br />β) ανακόπτομαι, διακόπτομαι, αναστέλλομαι («σταμάτησε η [[επίθεση]] του στρατού»)<br />γ) [[παύω]] να [[μιλώ]], [[διακόπτω]] τον λόγο μου («σταμάτα πια, μάς ζάλισες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σταματά ο [[νους]] σου [ή ο [[νους]] του ανθρώπου]» — μένει [[κανείς]] [[κατάπληκτος]]<br />β) «σταματάει η [[εφημερίδα]]» — διακόπτεται η [[έκδοση]] της εφημερίδας<br />γ) «σταματά το [[τραίνο]]» [ή το [[λεωφορείο]] ή το τρόλεϊ]»<br />i) το [[τραίνο]] [ή το [[λεωφορείο]] ή το τρόλεϊ] μένει ακίνητο<br />ii) το [[τραίνο]] [ή το [[λεωφορείο]] ή το τρόλεϊ] κάνει [[στάση]], σταθμεύει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:29, 2 January 2021
Greek Monolingual
σταματῶ, -άω, ΝΜ, και σταματίζω Ν στάμα, -ατος
(αμτβ.) παύω να κινούμαι, να λειτουργώ, να ενεργώ (α. «το ρολόι σταμάτησε» β. «σταμάτησε η βροχή» γ. «σταμάτησε η καρδιά του» δ. «πηδούν και σταματίζουν», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. (μτβ.) α) κάνω κάποιον να παύσει να κινείται, να λειτουργεί, να ενεργεί (α. «μέ σταμάτησε στον δρόμο να μού ζητήσει δανεικά» β. «σταμάτησα το νερό»)
β) ανακόπτομαι, διακόπτομαι, αναστέλλομαι («σταμάτησε η επίθεση του στρατού»)
γ) παύω να μιλώ, διακόπτω τον λόγο μου («σταμάτα πια, μάς ζάλισες»)
2. φρ. α) «σταματά ο νους σου [ή ο νους του ανθρώπου]» — μένει κανείς κατάπληκτος
β) «σταματάει η εφημερίδα» — διακόπτεται η έκδοση της εφημερίδας
γ) «σταματά το τραίνο» [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ]»
i) το τραίνο [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ] μένει ακίνητο
ii) το τραίνο [ή το λεωφορείο ή το τρόλεϊ] κάνει στάση, σταθμεύει.