σύγκρατος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατού [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]», <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>κρατος</i>].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο, Ν [[συγκρατώ]]<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε [[δεμάτι]] («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες [[δίχως]] πόνο»).———————— <b>(III)</b><br />-η, -ο, Ν<br />(<b>ιδιωμ. τ.</b>) αναμεμιγμένος με [[κρέας]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατού [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]», <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>κρατος</i>].———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο, Ν [[συγκρατώ]]<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε [[δεμάτι]] («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες [[δίχως]] πόνο»).———————— <b>(III)</b><br />-η, -ο, Ν<br />(<b>ιδιωμ. τ.</b>) αναμεμιγμένος με [[κρέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύγκρᾱτος:''' -ον ([[κεράννυμι]]), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον [[άλλο]], [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, αυτός που είναι [[στενά]] συνδεδεμένος με, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκρᾱτος Medium diacritics: σύγκρατος Low diacritics: σύγκρατος Capitals: ΣΥΓΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: sýnkratos Transliteration B: synkratos Transliteration C: sygkratos Beta Code: su/gkratos

English (LSJ)

ον,

   A mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην), πρβλ. εὔ-κρατος].———————— (II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).———————— (III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην), πρβλ. εὔ-κρατος].———————— (II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).———————— (III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.

Greek Monotonic

σύγκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, ανακατωμένος, αυτός που είναι στενά συνδεδεμένος με, σε Ευρ.