συκοφαντώ: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />[[είμαι]] [[συκοφάντης]], [[διατυπώνω]] ψευδείς κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου, [[διαβάλλω]] την [[τιμή]] και την [[υπόληψη]] του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε [[μηδὲ]] συκοφαντήσητε», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («[[τριάκοντα]] μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[επικρίνω]] κάποιον με στρεψοδικίες<br /><b>3.</b> (γενικά) [[ψέγω]], [[κατηγορώ]]<br /><b>4.</b> (με ειδική σημ.) [[καταγγέλλω]] [[ψευδώς]] κάποιον ως λαθρέμπορο<br /><b>5.</b> [[δίνω]] ψευδή [[γνώμη]] ή [[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[διαστρέφω]] την [[αλήθεια]], [[στρεψοδικώ]]<br /><b>7.</b> [[διεγείρω]] κάποιον ερωτικά<br /><b>8.</b> [[κάνω]] τον ταχυδρόμο.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />[[είμαι]] [[συκοφάντης]], [[διατυπώνω]] ψευδείς κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου, [[διαβάλλω]] την [[τιμή]] και την [[υπόληψη]] του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε [[μηδὲ]] συκοφαντήσητε», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («[[τριάκοντα]] μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[επικρίνω]] κάποιον με στρεψοδικίες<br /><b>3.</b> (γενικά) [[ψέγω]], [[κατηγορώ]]<br /><b>4.</b> (με ειδική σημ.) [[καταγγέλλω]] [[ψευδώς]] κάποιον ως λαθρέμπορο<br /><b>5.</b> [[δίνω]] ψευδή [[γνώμη]] ή [[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[διαστρέφω]] την [[αλήθεια]], [[στρεψοδικώ]]<br /><b>7.</b> [[διεγείρω]] κάποιον ερωτικά<br /><b>8.</b> [[κάνω]] τον ταχυδρόμο.
|mltxt=συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />[[είμαι]] [[συκοφάντης]], [[διατυπώνω]] ψευδείς κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου, [[διαβάλλω]] την [[τιμή]] και την [[υπόληψη]] του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε [[μηδὲ]] συκοφαντήσητε», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]] χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («[[τριάκοντα]] μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[επικρίνω]] κάποιον με στρεψοδικίες<br /><b>3.</b> (γενικά) [[ψέγω]], [[κατηγορώ]]<br /><b>4.</b> (με ειδική σημ.) [[καταγγέλλω]] [[ψευδώς]] κάποιον ως λαθρέμπορο<br /><b>5.</b> [[δίνω]] ψευδή [[γνώμη]] ή [[συμβουλή]]<br /><b>6.</b> [[διαστρέφω]] την [[αλήθεια]], [[στρεψοδικώ]]<br /><b>7.</b> [[διεγείρω]] κάποιον ερωτικά<br /><b>8.</b> [[κάνω]] τον ταχυδρόμο.
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek Monolingual

συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ συκοφάντης
είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ)
αρχ.
1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («τριάκοντα μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)
2. επικρίνω κάποιον με στρεψοδικίες
3. (γενικά) ψέγω, κατηγορώ
4. (με ειδική σημ.) καταγγέλλω ψευδώς κάποιον ως λαθρέμπορο
5. δίνω ψευδή γνώμη ή συμβουλή
6. διαστρέφω την αλήθεια, στρεψοδικώ
7. διεγείρω κάποιον ερωτικά
8. κάνω τον ταχυδρόμο.