συμβιβασμός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(39)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symvivasmos
|Transliteration C=symvivasmos
|Beta Code=sumbibasmo/s
|Beta Code=sumbibasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conciliation</b>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span> 16.69</span>, cf. <span class="bibl">33.229</span>, prob. in <span class="title">MAMA</span>1.10 (<span class="title">Supp.Epigr.</span>6.332, Laodicea Combusta); = <b class="b2">transactio</b>, Gloss.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[conciliation]], <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span> 16.69</span>, cf. <span class="bibl">33.229</span>, prob. in <span class="title">MAMA</span>1.10 (<span class="title">Supp.Epigr.</span>6.332, Laodicea Combusta); = [[transactio]], Gloss.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:00, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐβασμός Medium diacritics: συμβιβασμός Low diacritics: συμβιβασμός Capitals: ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: symbibasmós Transliteration B: symbibasmos Transliteration C: symvivasmos Beta Code: sumbibasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A conciliation, Iamb.VP 16.69, cf. 33.229, prob. in MAMA1.10 (Supp.Epigr.6.332, Laodicea Combusta); = transactio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 978] ὁ, = συμβίβασις, Iambl. v. Pyth. 69.

Greek (Liddell-Scott)

συμβῐβασμός: ὁ, ἕνωσις, Γ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 1409. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, συμβιβασμός, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 69· σ. εἰρήνης Ἐπιφάν. Αἱρ. 66, 14 (τ. 1, σ. 631C).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συμβιβάζω
συνδιαλλαγή, συμφωνία για την άρση διαφορών μεταξύ διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η άλλη πλευρά, ο συμβιβασμός δεν είναι εφικτός»)
νεοελλ.
1. (νομ.) σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις έριδα ή αβεβαιότητα για μια έννομη σχέση τους
2. (στο δημοσιονομικό δίκαιο) η διοικητική επίλυση της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το μέγεθος του φορολογητέου ποσού και του αναλογούντος φόρου
μσν.
συνένωση, σύνδεση.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συμβιβάζω
συνδιαλλαγή, συμφωνία για την άρση διαφορών μεταξύ διαμαχομένων, με αμοιβαίες υποχωρήσεις («με τις αξιώσεις που προβάλλει η άλλη πλευρά, ο συμβιβασμός δεν είναι εφικτός»)
νεοελλ.
1. (νομ.) σύμβαση με την οποία οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις έριδα ή αβεβαιότητα για μια έννομη σχέση τους
2. (στο δημοσιονομικό δίκαιο) η διοικητική επίλυση της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ φορολογουμένου και φορολογούσης αρχής για το μέγεθος του φορολογητέου ποσού και του αναλογούντος φόρου
μσν.
συνένωση, σύνδεση.