συμπαρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ανατρέφω]], [[εκτρέφω]] συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέφω]] «[[ανατρέφω]], [[συντηρώ]]»].
|mltxt=Α<br />[[ανατρέφω]], [[εκτρέφω]] συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέφω]] «[[ανατρέφω]], [[συντηρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] ή [[διατηρώ]], [[φροντίζω]] συγχρόνως, λέγεται για σκύλους κι άλλα ζώα, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέφω Medium diacritics: συμπαρατρέφω Low diacritics: συμπαρατρέφω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΦΩ
Transliteration A: symparatréphō Transliteration B: symparatrephō Transliteration C: symparatrefo Beta Code: sumparatre/fw

English (LSJ)

   A bring up or keep at the same time, of wild animals kept for hunting, X.Oec.5.5.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέφω), mit dabei ernähren, aufziehen, Xen. Oec. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέφω: ἀνατρέφω ἢ διατηρῶ συγχρόνως, καὶ κυσὶν εὐπέτειαν τῆς τροφῆς παρέχουσα, καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα Ξεν. Οἰκ. 5, 5, πρβλ. Schäf εἰς Γρηγ. Κορίνθ. σ. 1040.

French (Bailly abrégé)

nourrir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρατρέφω.

Greek Monolingual

Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].

Greek Monolingual

Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].

Greek Monotonic

συμπαρατρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω ή διατηρώ, φροντίζω συγχρόνως, λέγεται για σκύλους κι άλλα ζώα, σε Ξεν.