σύμφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[ομόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρόσ</i>-<i>φθογγος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />[[ομόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φθογγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φθόγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρόσ</i>-<i>φθογγος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύμφθογγος:''' -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε [[συμφωνία]], [[ομόηχος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφθογγος Medium diacritics: σύμφθογγος Low diacritics: σύμφθογγος Capitals: ΣΥΜΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: sýmphthongos Transliteration B: symphthongos Transliteration C: symfthoggos Beta Code: su/mfqoggos

English (LSJ)

ον,

   A sounding together, Χορὸς σύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος in concert, but not in harmony, of the Furies, A.Ag.1187; σ. λύρης ἀοιδή Epigr.in BCH26.134 (Honestus).

German (Pape)

[Seite 991] mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφθογγος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, συνεκπέμπων τὸν αὐτὸν φθόγγον, χορὸς ξύμφθογγος, οὐκ εὔφωνος, ὁμόφθογγος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐναρμόνιος, ὁμόηχος, ἀλλ’ οὐχὶ ἁρμονικός· ― ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les voix résonnent d’accord.
Étymologie: συμφθέγγομαι.

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].

Greek Monolingual

-ον, Α
ομόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. πρόσ-φθογγος].

Greek Monotonic

σύμφθογγος: -ον, αυτός που συνηχεί, που ηχεί σε συμφωνία, ομόηχος, σε Αισχύλ.