συναληθεύω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λογ.)</b> (για κρίσεις) [[αληθεύω]] συγχρόνως ή [[επίσης]] (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ [[διάμετρον]] ἐνδέχεται συναληθεύειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />λέω κι εγώ την [[αλήθεια]] («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναζητώ]] την [[αλήθεια]] από κοινού με άλλον.
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λογ.)</b> (για κρίσεις) [[αληθεύω]] συγχρόνως ή [[επίσης]] (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ [[διάμετρον]] ἐνδέχεται συναληθεύειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />λέω κι εγώ την [[αλήθεια]] («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναζητώ]] την [[αλήθεια]] από κοινού με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰληθεύω:''' <b class="num">1)</b> одновременно быть истинным Arst.;<br /><b class="num">2)</b> совместно стремиться к истине или говорить правду Plut.
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰληθεύω Medium diacritics: συναληθεύω Low diacritics: συναληθεύω Capitals: ΣΥΝΑΛΗΘΕΥΩ
Transliteration A: synalētheúō Transliteration B: synalētheuō Transliteration C: synalitheyo Beta Code: sunalhqeu/w

English (LSJ)

   A to be true together, Arist.Int.19b36, cf. Gal.7.838.    II join in seeking or speaking the truth, Plu.2.53b.

German (Pape)

[Seite 998] mit oder zugleich die Wahrheit reden; Arist. hermeneut. 10; Plut. discr. ad. et amic. 11.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰληθεύω: ληθεύω ὁμοῦ, οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 10. 5. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ λέγω ἢ ζητῶ τὴν ἀλήθειαν, Πλούτ. 2. 53Β.

French (Bailly abrégé)

dire également la vérité.
Étymologie: σύν, ἀληθεύω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.)
μσν.
λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)
αρχ.
αναζητώ την αλήθεια από κοινού με άλλον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λογ.) (για κρίσεις) αληθεύω συγχρόνως ή επίσης (α. «οι αντίθετες κρίσεις δεν μπορούν να συναληθεύουν» β. «οὐχ ὁμοίως τὰς κατὰ διάμετρον ἐνδέχεται συναληθεύειν», Αριστοτ.)
μσν.
λέω κι εγώ την αλήθεια («Ἰώσηπον... ταῑς θείαις συναληθεύοντα γραφαῑς», Ευσ.)
αρχ.
αναζητώ την αλήθεια από κοινού με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰληθεύω: 1) одновременно быть истинным Arst.;
2) совместно стремиться к истине или говорить правду Plut.