συναράσσω: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. συναράττω Α<br /><b>1.</b> [[συγκρούω]], [[συντρίβω]]<br /><b>2.</b> [[σφυρηλατώ]], [[συνάπτω]] [[στέρεα]] («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε [[κορώνη]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ανέμους) [[συγκρούομαι]] («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναράσσω]] τινὰ λίθοις» — [[λιθοβολώ]] κάποιον<br />β) «[[συναράσσω]] ὀδοῡσι» — [[συνθλίβω]] με τα δόντια<br />γ) «[[συναράσσω]] πόλεμον» — [[διεξάγω]] πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀράσσω]] «[[χτυπώ]], [[συγκρούω]], [[συντρίβω]]»].
|mltxt=και αττ. τ. συναράττω Α<br /><b>1.</b> [[συγκρούω]], [[συντρίβω]]<br /><b>2.</b> [[σφυρηλατώ]], [[συνάπτω]] [[στέρεα]] («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε [[κορώνη]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ανέμους) [[συγκρούομαι]] («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συναράσσω]] τινὰ λίθοις» — [[λιθοβολώ]] κάποιον<br />β) «[[συναράσσω]] ὀδοῡσι» — [[συνθλίβω]] με τα δόντια<br />γ) «[[συναράσσω]] πόλεμον» — [[διεξάγω]] πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀράσσω]] «[[χτυπώ]], [[συγκρούω]], [[συντρίβω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[χτυπώ]] μαζί, [[συγκρούω]], [[συντρίβω]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]], [[θρυμματίζω]], [[διασκορπίζω]], σε Όμηρ.· [[συναράσσω]] οἶκον, <i>πόλιν</i>, σε Ευρ. — Παθ., διασκορπίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>συναράσσεσθαι κεφαλάς</i>, συγκρούστηκαν τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰράσσω Medium diacritics: συναράσσω Low diacritics: συναράσσω Capitals: ΣΥΝΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: synarássō Transliteration B: synarassō Transliteration C: synarasso Beta Code: sunara/ssw

English (LSJ)

Att. συναράττω,

   A dash together, dash in pieces, crush, Hom. only in tmesi, σύν κεν ἄραξ' ἡμέων κεφαλάς Od.9.498; σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις Il.12.384; σ. οἶκον E.HF1142; σ. τινὰ λίθοις, ὀδοῦσι, D.H.8.59, Luc.VH1.30; σ. τοὺς ἵππους D.H.5.15:—Pass., to be dashed in pieces, σύν τ' ὀστέ' ἀράχθη Od.5.426; συναραχθέντων τῶν πλοίων, by the storm, Hdt.7.170; συναράσσονται κεφαλάς have their heads broken, Id.2.63; -ομένων ὀδόντων Pancrat.Oxy.1085.19; νῆσοι σ. ἀλλήλαις Luc.VH1.41.    2 intr., dash together, of winds, Arist.Mu.397a20: of enemies, σφίσιν αὐτοῖς D.C.73.15.    II beat or hammer together, make fast, A.R.2.614, 3.1318; συνάρηρε is v.l., v. EM237.58.

German (Pape)

[Seite 1003] att. -ττω, zusammen- od. gegeneinanderschlagen, zerschmettern; als Tmesis rechnet man hierher σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις, Il. 12, 384 u. öfter, wie σύν κεν ἄραξ' ἡμέων κεφαλάς, Od. 9, 498, ἦ γὰρ συνήραξ' οἶκον, Eur. Herc. Fur. 1142, vgl. Heracl. 379; pass., Her. 7, 170, συναράσσεσθαι κεφαλάς 2, 63; – zusammenfügen, An. Rh. 2, 616.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰράσσω: Ἀττικ. -ττω· ὁμοῦ κτυπῶ, συγκρούω, συντρίβω, παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τμήσει, σύν κεν ἄραξ’ ἡμέων κεφαλὰς Ὀδ. Ι. 498· σὺν δ’ ὀστέ’ ἄραξεν πάντ’ ἄμυδις Ἰλ. Μ. 384· σ. οἶκον, πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1142, Ἡρακλ. 378· σ. τινὰ λίθοις, ὁδοῦσι Διον. Ἁλ. 8. 59, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30· σ. τοὺς ἵππους Διον. Ἁλ. 5. 15· ― Παθητ., συντρίβομαι, σὺν τ’ ὀστέ’ ἀράχθη Ὀδ. Ε. 426· συναραχθέντων τῶν πλοίων, ἐκ τῆς τρικυμίας, Ἡρόδ. 7. 170· συναράσσεσθαι κεφαλὰς ὁ αὐτ. 2. 63· νῆσοι σ. ἀλλήλαις Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4, 1. 2) ἀμετάβ., συγκρούομαι, Λατ. cobidi, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἐπὶ πολεμίων, Δίων Κ. 73. 15. ΙΙ. σφυρηλατῶ ὁμοῦ, συνάπτω στερεῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 614, Γ. 1318· ἀλλὰ συνάρηρε εἶναι ἡ πιθαν. γραφή, ἴδε Ὀδ. Ε. 248, Ἐτυμολ. Μέγ. 237. 58.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. part. συνηραγμένος;
heurter l’un contre l’autre ; briser, détruire : τι qch (une maison, une ville, etc.) ; τινα ὀδοῦσι LUC déchirer qqn avec les dents.
Étymologie: σύν, ἀράσσω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. συναράττω Α
1. συγκρούω, συντρίβω
2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.)
3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.)
4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις» — λιθοβολώ κάποιον
β) «συναράσσω ὀδοῡσι» — συνθλίβω με τα δόντια
γ) «συναράσσω πόλεμον» — διεξάγω πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀράσσω «χτυπώ, συγκρούω, συντρίβω»].

Greek Monolingual

και αττ. τ. συναράττω Α
1. συγκρούω, συντρίβω
2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.)
3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.)
4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις» — λιθοβολώ κάποιον
β) «συναράσσω ὀδοῡσι» — συνθλίβω με τα δόντια
γ) «συναράσσω πόλεμον» — διεξάγω πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀράσσω «χτυπώ, συγκρούω, συντρίβω»].

Greek Monotonic

συνᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, χτυπώ μαζί, συγκρούω, συντρίβω, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω, θρυμματίζω, διασκορπίζω, σε Όμηρ.· συναράσσω οἶκον, πόλιν, σε Ευρ. — Παθ., διασκορπίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· συναράσσεσθαι κεφαλάς, συγκρούστηκαν τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ.