συνεοχμός: Difference between revisions

From LSJ
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[συναρμογή]] («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[συνεοχμός]] έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] ενός τ. [[συνοχμός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οχμος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. <i>ἔχω</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἔοικα]]: [[οἶκα]], [[ἑορτή]]: [[ὁρτή]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[συναρμογή]] («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[συνεοχμός]] έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] ενός τ. [[συνοχμός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οχμος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. <i>ἔχω</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἔοικα]]: [[οἶκα]], [[ἑορτή]]: [[ὁρτή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεοχμός:''' ὁ, ποιητ. αντί συν-οχμός = [[συνοχή]], [[συνάφεια]], [[συναρμογή]], [[συνάρθρωση]], [[σύνδεση]], [[σύνδεσμος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεοχμός Medium diacritics: συνεοχμός Low diacritics: συνεοχμός Capitals: ΣΥΝΕΟΧΜΟΣ
Transliteration A: syneochmós Transliteration B: syneochmos Transliteration C: syneochmos Beta Code: suneoxmo/s

English (LSJ)

ὁ, poet. for Συνοχμός,

   A = συνοχή, joining, joint, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Il.14.465.

Greek (Liddell-Scott)

συνεοχμός: ὁ, ποιητικ. ἀντὶ συνοχμός, = συνοχή, συναφή, σύνδεσις, ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, ἔνθα ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. ὄχμα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jointure.
Étymologie: p. *συνϜοχμός, de σύν, ἔχω, p. *Ϝέχω = lat. veho ; v. ἔχω.

English (Autenrieth)

(root ϝεχ, ὀχέω): junction, Il. 14.465†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
συναρμογή («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. συνοχμός (< συν- + -οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ. ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή.

Greek Monolingual

ὁ, Α
συναρμογή («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. συνοχμός (< συν- + -οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ. ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή.

Greek Monotonic

συνεοχμός: ὁ, ποιητ. αντί συν-οχμός = συνοχή, συνάφεια, συναρμογή, συνάρθρωση, σύνδεση, σύνδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ.