ὑψίλοφος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ὑψήλοφος]] και [[ὑψόλοφος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[υψικόρυφος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]]. | |mltxt=και [[ὑψήλοφος]] και [[ὑψόλοφος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> [[υψικόρυφος]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[υψηλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑψίλοφος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A high-crested, Αἴτνα Pi.O.13.111; θυρίδες AP5.152 (Asclep.); v. l. in Ar.Ra.818 (hex.) for ἱππολόφων; in Hp.Ep.16 the best codd. have ὑψηλόλοφος (v.l. ὑψήλοφος).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν λόφον, Αἴτνα Πινδ. Ο. 13. 159· θυρίδες Ἀνθ. Παλ. 5. 153· οὕτως ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 818 ἀντὶ ἱππολόφων· τὸ παρ’ Ἱππ. 1278. 38, ὑψήλοφος φαίνεται ὅτι εἶναι πλημμελές.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au sommet élevé (Etna) ; élevé (porte);
2 qui croît sur les hauteurs;
3 au panache ou au cimier élevé.
Étymologie: ὕψι, λόφος.
English (Slater)
ὑψῐλοφος, -ον
1 with high crest ὑπ' Αἴτνας ὑψιλόφου (O. 13.111)
Greek Monolingual
και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, -ον, Α
1. υψικόρυφος
2. (γενικά) υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος.
Greek Monotonic
ὑψίλοφος: -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ.