φιλονεικώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(45)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φιλονεικῶ, -έω, ΝΜΑ<br />(δ. γρφ.) <b>βλ.</b> [[φιλονικώ]].
|mltxt=και [[φιλονεικώ]] / [[φιλονικῶ]] και [[φιλονεικῶ]], [[φιλονεικέω]], ΝΜΑ [[φιλόνικος]] / [[φιλόνεικος]]<br /><b>1.</b> [[αγαπώ]] τις έριδες, μού αρέσει να [[διαπληκτίζομαι]], [[καβγαδίζω]], τσακώνομαι, [[μαλώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με θετ. σημ.) [[αμιλλώμαι]], [[συναγωνίζομαι]]<br /><b>2.</b> [[προσπαθώ]], [[αγωνίζομαι]], [[πασχίζω]] («κἄν [[μυριάκις]] φιλονεικήσωμεν», <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αμφισβητώ]] («φιλονεικεῖν τὴν ἀκατάληπτον καὶ ἄρρητον τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[συνηθισμένος]], [[συνηθίζω]] να...
}}
}}

Latest revision as of 16:31, 25 May 2023

Greek Monolingual

και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, φιλονεικέω, ΝΜΑ φιλόνικος / φιλόνεικος
1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω
αρχ.
1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι
2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν μυριάκις φιλονεικήσωμεν», Ιω. Χρυσ.)
3. αμφισβητώ («φιλονεικεῖν τὴν ἀκατάληπτον καὶ ἄρρητον τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
4. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να...