ὑπερκάθημαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε ψηλότερο [[σημείο]] παρατηρώντας με [[προσοχή]] ή κατασκοπεύοντας κάποιον.
|mltxt=Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε ψηλότερο [[σημείο]] παρατηρώντας με [[προσοχή]] ή κατασκοπεύοντας κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκάθημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του <i>-[[έζομαι]]</i>, [[κάθομαι]] [[υπεράνω]] ή [[επάνω]] σε, [[ἐπί]] τινος, σε Ξεν.· μεταφ., [[κάθομαι]] πάνω από κάποιον και [[αγρυπνώ]], [[παρακολουθώ]], [[επιτηρώ]] κάποιον, <i>τινος</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκάθημαι Medium diacritics: ὑπερκάθημαι Low diacritics: υπερκάθημαι Capitals: ΥΠΕΡΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: hyperkáthēmai Transliteration B: hyperkathēmai Transliteration C: yperkathimai Beta Code: u(perka/qhmai

English (LSJ)

   A to be posted over or upon, ἐπὶ τῶν ἄκρων X.An.5.2.1.    II sit over and watch, keep an eye on, ἡμῶν ib.5.1.9, cf. Plot. 3.4.5.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ᾑμαι), darüber sitzen, darauf sitzen, τινός, an einem höhern Orte, ἐπί τινος, Xen. An. 5, 2, 1. – Einem nachsetzen, wie unser »Einem auf dem Dache sitzen«, τινός, ibd. 5, 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκάθημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ -έζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω, ἐπί τινος Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 1. ΙΙ. μεταφ., κάθημαι ὑπεράνω τινὸς καὶ ἀγρυπνῶ, φυλάττω, παραφυλάττω τινά, τινὸς αὐτόθι 5. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

seul. pers.
1 être campé au-dessus, ἐπί τινος;
2 fig. être sur les talons ou sur le dos de, presser vivement, gén..
Étymologie: ὑπέρ, κάθημαι.

Greek Monolingual

Α κάθημαι
1. κάθομαι πάνω σε κάτι
2. κάθομαι σε ψηλότερο σημείο παρατηρώντας με προσοχή ή κατασκοπεύοντας κάποιον.

Greek Monotonic

ὑπερκάθημαι: κυρίως Παθ. παρακ. του -έζομαι, κάθομαι υπεράνω ή επάνω σε, ἐπί τινος, σε Ξεν.· μεταφ., κάθομαι πάνω από κάποιον και αγρυπνώ, παρακολουθώ, επιτηρώ κάποιον, τινος, στον ίδ.