ὑπερκάθημαι: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε ψηλότερο [[σημείο]] παρατηρώντας με [[προσοχή]] ή κατασκοπεύοντας κάποιον. | |mltxt=Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] σε ψηλότερο [[σημείο]] παρατηρώντας με [[προσοχή]] ή κατασκοπεύοντας κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπερκάθημαι:''' [[κυρίως]] Παθ. παρακ. του <i>-[[έζομαι]]</i>, [[κάθομαι]] [[υπεράνω]] ή [[επάνω]] σε, [[ἐπί]] τινος, σε Ξεν.· μεταφ., [[κάθομαι]] πάνω από κάποιον και [[αγρυπνώ]], [[παρακολουθώ]], [[επιτηρώ]] κάποιον, <i>τινος</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be posted over or upon, ἐπὶ τῶν ἄκρων X.An.5.2.1. II sit over and watch, keep an eye on, ἡμῶν ib.5.1.9, cf. Plot. 3.4.5.
German (Pape)
[Seite 1197] (s. ᾑμαι), darüber sitzen, darauf sitzen, τινός, an einem höhern Orte, ἐπί τινος, Xen. An. 5, 2, 1. – Einem nachsetzen, wie unser »Einem auf dem Dache sitzen«, τινός, ibd. 5, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκάθημαι: κυρίως παθ. πρκμ. τοῦ -έζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ ὑπεράνω, ἐπί τινος Ξεν. Ἀνάβ. 5. 2, 1. ΙΙ. μεταφ., κάθημαι ὑπεράνω τινὸς καὶ ἀγρυπνῶ, φυλάττω, παραφυλάττω τινά, τινὸς αὐτόθι 5. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
seul. pers.
1 être campé au-dessus, ἐπί τινος;
2 fig. être sur les talons ou sur le dos de, presser vivement, gén..
Étymologie: ὑπέρ, κάθημαι.
Greek Monolingual
Α κάθημαι
1. κάθομαι πάνω σε κάτι
2. κάθομαι σε ψηλότερο σημείο παρατηρώντας με προσοχή ή κατασκοπεύοντας κάποιον.
Greek Monotonic
ὑπερκάθημαι: κυρίως Παθ. παρακ. του -έζομαι, κάθομαι υπεράνω ή επάνω σε, ἐπί τινος, σε Ξεν.· μεταφ., κάθομαι πάνω από κάποιον και αγρυπνώ, παρακολουθώ, επιτηρώ κάποιον, τινος, στον ίδ.