φυτουργός: Difference between revisions

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, ΜΑ, και [[φυτοεργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, [[ιδίως]] δένδρα κήπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτουργός]], [[δημιουργός]] («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φυτουργός]]<br />[[κηπουρός]] και [[κυρίως]] [[αμπελουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με ή [[χωρίς]] τη λ. [[πατήρ]]) γεννήτορας, [[πατέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-όν, ΜΑ, και [[φυτοεργός]], -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, [[ιδίως]] δένδρα κήπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτουργός]], [[δημιουργός]] («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[φυτουργός]]<br />[[κηπουρός]] και [[κυρίως]] [[αμπελουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (με ή [[χωρίς]] τη λ. [[πατήρ]]) γεννήτορας, [[πατέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῠτουργός:''' -όν (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δουλεύει στα φυτά· ως ουσ., [[κηπουρός]], [[αμπελουργός]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δημιουργός]], σε Σοφ., Ευρ.· [[πρωτεργάτης]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτουργός Medium diacritics: φυτουργός Low diacritics: φυτουργός Capitals: ΦΥΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phytourgós Transliteration B: phytourgos Transliteration C: fytourgos Beta Code: futourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A tending plants or trees, φ. δένδρων Secund.Sent.16: as Subst., planter, gardener, φ. ἱεροὶ Ἀπόλλωνος SIG22 (Epist.Darei), cf. APl.4.255, Plu.2.2b.    II metaph., begetting, generating, πατὴρ φ. A.Supp.592 (lyr.); τοῦ φ. πατρός S.OT1482; ὁ φ. (without πατήρ) E.Tr.481; φυτουργὸς Θέτιδος Id.IA949; in later Prose, πατέρα καὶ φ. Jul.Or.2.83a.    2 creator, author, Pl.R.597d.

German (Pape)

[Seite 1320] Gewächse bearbeitend, pflegend, bes. Gartengewächse u. Bäume, der Gärtner, auch Winzer, Ep. ad. 235 (Plan. 255). – Uebertr., der erste natürliche Urheber, Plat. Rep. X, 597 d; – der Erzeuger, Aesch. Suppl. 587, Soph. O. R. 1482, Eur. I. A. 949 Troad. 481.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτουργός: -όν, (ἔργον) ὁ καλλιεργῶν φυτά· ὡς οὐσιαστ., κηπουρός, ἀμπελουργός, Ἀνθ. Πλαν. 255, Πλούτ. 2. 2Β. ΙΙ. μεταφορ., πατὴρ φ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 592· τοῦ φ. πατρὸς Σοφ. Ο. Τ. 1482· οὕτως, ὁ φυτουργός (ἄνευ τοῦ πατήρ), Εὐρ. Τρῳ. 481· φυτουργὸς Θέτιδος ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 949. 2) ὁ δημιουργός, ὁ πρωτουργὸς πράγματός τινος, Πλάτ. Πολ. 597D. ― Πρβλ. φυτοεργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui travaille à la culture des plantes, jardinier;
2 qui plante ; fig. qui engendre, créateur ; abs.φυτουργός père ; en gén. auteur, créateur d’une chose.
Étymologie: φυτόν, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και φυτοεργός, -όν, Α
1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως δένδρα κήπου
2. μτφ. πρωτουργός, δημιουργός («τῷ φυτουργῷ τῆς μάχης», Πισίδ. Γ.)
3. το αρσ. ως ουσ. φυτουργός
κηπουρός και κυρίως αμπελουργός
αρχ.
μτφ. (με ή χωρίς τη λ. πατήρ) γεννήτορας, πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιθ-ουργός].

Greek Monotonic

φῠτουργός: -όν (*ἔργω
I. αυτός που δουλεύει στα φυτά· ως ουσ., κηπουρός, αμπελουργός, σε Ανθ.
II. μεταφ., δημιουργός, σε Σοφ., Ευρ.· πρωτεργάτης ενός πράγματος, σε Πλάτ.