ὑγρόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(42)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑγρόσαρκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] ότι έχει υγρές σάρκες, [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>, <i>σαρ</i>-<i>κός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑγρόσαρκος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που δίνει την [[εντύπωση]] ότι έχει υγρές σάρκες, [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>, <i>σαρ</i>-<i>κός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑγρόσαρκος:''' с дряблым телом (ὗες Arst.).
}}
}}

Revision as of 09:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγρόσαρκος Medium diacritics: ὑγρόσαρκος Low diacritics: υγρόσαρκος Capitals: ΥΓΡΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: hygrósarkos Transliteration B: hygrosarkos Transliteration C: ygrosarkos Beta Code: u(gro/sarkos

English (LSJ)

ον,

   A of flabby flesh, Arist.HA 603b16, 538b9 (Comp.), Hp.Ep.21.

German (Pape)

[Seite 1171] von weichem, zartem, schwammigem Fleische, Arist. H. A. 8, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑγρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρ-κός), πρβλ. παχύ-σαρκος].

Russian (Dvoretsky)

ὑγρόσαρκος: с дряблым телом (ὗες Arst.).