τελειωτής: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τελειῶ]]<br />αυτός που τελειοποιεί, που ολοκληρώνει («τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῡν», ΚΔ).
|mltxt=ὁ, Α [[τελειῶ]]<br />αυτός που τελειοποιεί, που ολοκληρώνει («τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῡν», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τελειωτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που τελειοποιεί, που συμπληρώνει, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελειωτής Medium diacritics: τελειωτής Low diacritics: τελειωτής Capitals: ΤΕΛΕΙΩΤΗΣ
Transliteration A: teleiōtḗs Transliteration B: teleiōtēs Transliteration C: teleiotis Beta Code: teleiwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A accomplisher, finisher, τῆς πίστεως Ep.Hebr.12.2.

German (Pape)

[Seite 1085] ό, der Vollender, Vollbringer, Beendiger, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελειωτής: -οῦ, ὁ, ὁ τελειῶν, τελειοποιῶν, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ιβ΄, 2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui achève ou accomplit.
Étymologie: τελειόω.

English (Strong)

from τελειόω; a completer, i.e. consummater: finisher.

English (Thayer)

τελειωτου, ὁ (τελειόω) (Vulg. consummator), a perfecter: τῆς πίστεως, one who has in his own person raised faith to its perfection and so set before us the highest example of faith, Hebrews 12:2. The word occurs nowhere else.

Greek Monolingual

ὁ, Α τελειῶ
αυτός που τελειοποιεί, που ολοκληρώνει («τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῡν», ΚΔ).

Greek Monotonic

τελειωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που τελειοποιεί, που συμπληρώνει, σε Καινή Διαθήκη