φιμώνω: Difference between revisions
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
(45) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=φιμῶ, -όω, ΝΜΑ [[φιμός]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[φίμωτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] το [[στόμα]] κάποιου με το [[χέρι]] μου ή με [[άλλο]] [[μέσο]], για να τον εμποδίσω να φωνάξει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στερώ]] την [[ελευθερία]] του λόγου («ο Τύπος φιμώθηκε από το [[καθεστώς]] της δικτατορίας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φιμώνω]] το [[σχοινί]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[δένω]] την [[άκρη]] του σχοινιού με σπάγγο για να μην ξεφτίσει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υποτάσσω]], [[δαμάζω]] («φιμώσωμεν τῆς ἑαυτῶν σαρκὸς τὸ [[φρόνημα]]», Μάρκ. Ερ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασιγάζω]], [[αποστομώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=φιμῶ, -όω, ΝΜΑ [[φιμός]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[φίμωτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] το [[στόμα]] κάποιου με το [[χέρι]] μου ή με [[άλλο]] [[μέσο]], για να τον εμποδίσω να φωνάξει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στερώ]] την [[ελευθερία]] του λόγου («ο Τύπος φιμώθηκε από το [[καθεστώς]] της δικτατορίας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φιμώνω]] το [[σχοινί]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[δένω]] την [[άκρη]] του σχοινιού με σπάγγο για να μην ξεφτίσει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[υποτάσσω]], [[δαμάζω]] («φιμώσωμεν τῆς ἑαυτῶν σαρκὸς τὸ [[φρόνημα]]», Μάρκ. Ερ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασιγάζω]], [[αποστομώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>φιμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[μένω]] [[σιωπηλός]], [[σιωπώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φιμοῦμαι [[πρός]] τι» — [[κρατώ]] το [[στόμα]] μου κλειστό για [[κάτι]], δεν λέω [[κάτι]] (Σέξτ. Εμπ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 26 March 2021
Greek Monolingual
φιμῶ, -όω, ΝΜΑ φιμός
(σχετικά με ζώο) βάζω φίμωτρο
νεοελλ.
1. κλείνω το στόμα κάποιου με το χέρι μου ή με άλλο μέσο, για να τον εμποδίσω να φωνάξει
2. μτφ. στερώ την ελευθερία του λόγου («ο Τύπος φιμώθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας»)
3. φρ. «φιμώνω το σχοινί»
ναυτ. δένω την άκρη του σχοινιού με σπάγγο για να μην ξεφτίσει
μσν.-αρχ.
υποτάσσω, δαμάζω («φιμώσωμεν τῆς ἑαυτῶν σαρκὸς τὸ φρόνημα», Μάρκ. Ερ.)
αρχ.
1. κατασιγάζω, αποστομώνω
2. παθ. φιμοῦμαι, -όομαι
μένω σιωπηλός, σιωπώ
3. φρ. «φιμοῦμαι πρός τι» — κρατώ το στόμα μου κλειστό για κάτι, δεν λέω κάτι (Σέξτ. Εμπ.).